DISFF#47 – Παρουσίαση Σκηνοθετών, Σάββατο 7/9/2024
DISFF#47 – Παρουσίαση Σκηνοθετών, Σάββατο 7/9/2024
Κάθε μέρα οι σκηνοθέτες που διαγωνίζονται στο 47ο Φεστιβάλ Δράμας, δίνουν ραντεβού με το κοινό (θεατές, επαγγελματίες της οπτικοακουστικής βιομηχανίας, δημοσιογράφους) για να μιλήσουν για την ταινία τους που έχει προβληθεί το προηγούμενο βράδυ και να απαντήσουν σε ερωτήσεις, στο πιο φρέσκο και πολυαναμενόμενο ραντεβού του Φεστιβάλ. Να τι είπαν στο κοινό του Φεστιβάλ για τη δουλειά τους οι διαγωνιζόμενοι στη σημερινή παρουσίαση την οποία συντόνισαν ο Γιάννης Σακαρίδης (Εθνικό Διαγωνιστικό) και η Μάγια Σφακιανάκη (Διεθνές Διαγωνιστικό):
EΘΝΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
«Κυρία Νίτσα» (Νεφέλη Ράπτη)
«Η ιδέα ήρθε από ένα διήγημα του Σωτήρη Δημητρίου στο οποίο μου άρεσε ο χαρακτήρας. Του το ζητάω και μου δίνει αμέσως τα δικαιώματα, αλλά το διήγημα ήταν γραμμένο σαν κωμωδία και δε λειτουργούσε κινηματογραφικά. Χρειάστηκε να το ψάξω πολύ, στη συνέχεια έγινε δράμα, προστέθηκε στο σενάριο το πρόσωπο της μητέρας, κι έτσι άρχισαν όλα με κάποιο τρόπο να λύνονται. Με το τραύμα, με το τι είχε αφήσει αυτή η μητέρα σαν πληγή στην κόρη της, με το πόσο δεσποτική μπορεί να ήταν ως προς εκείνη, άρχισαν τα πράγματα να λειτουργούν. Η Ναταλία Τσαλίκη κατάλαβε πάρα πολύ το ρόλο και αυτό βοήθησε την ταινία. Από την πλευρά μου πειραματίστηκα με ένα είδος που δεν ήθελα να είναι πολύ ρεαλιστικό, αλλά ήθελα να έχει μια ελλειπτικότητα, και αυτό το κρατήσαμε όσο μπορούσαμε»
«Άσκοπη μετακίνηση» (Νικολέτα Λεούση)
«Η προηγούμενη ταινία μου ήταν γυρισμένη το 2018 και πήρε τέσσερα χρόνια από τότε που την κατέθεσα για να γίνει, και η καθυστέρηση αυτή ήταν αρκετά τραυματική. Το ότι πήρε τόσα χρόνια από τη ζωή μου μια μικρού μήκους, ήταν καθοριστικό. Τα επόμενα χρόνια είχα μπει σε μια λογική ότι πρέπει να κάνω γρήγορα ταινία, να μην την ξαναπάθω όπως την προηγούμενη φορά, έτσι κατέθετα πολλά σενάρια και «το κυνηγούσα» πάρα πολύ. Κάποια στιγμή ένιωσα ότι το κυνηγάω για να μου δώσει μια ταυτότητα, εάν δηλαδή έχω ένα project σε ένα lab είμαι σκηνοθέτης, κι αν δεν έχω, δεν είμαι τίποτα. Περνούσαν τα χρόνια και δεν ήμουν τίποτα. Αναρωτιόμουν τι θα γίνει κι αποφάσισα να απελευθερωθώ. Είπα να το ρισκάρω και να κάνω ό, τι μου αρέσει, όταν και όπως μου αρέσει. Έτσι ελευθερώθηκα από την ταμπέλα, από τη μυθοπλασία, τα ρακόρ, και ησύχασα. Αυτή η ταινία με έχει βοηθήσει πάρα πολύ, έγινα και μητέρα σε αυτό το διάστημα και έχω επηρεαστεί καλλιτεχνικά από την κόρη μου. Είναι μια ταινία σαν παιδικό παιχνίδι και πείραμα. Η βάση για μένα ήταν ότι πάω πίσω στα βασικά, τα δικά μου πρώτα συναισθήματα, όταν ήμουν έφηβη κι έπαιρνα το λεωφορείο και κοιτούσα την πόλη και τους ανθρώπους από το τζάμι και επειδή αυτό μου άρεσε πολύ, τότε μου ήρθε η ιδέα ότι θέλω να γίνω σκηνοθέτρια. Βασική ιδέα της ταινίας είναι πως το να κοιτάζεις έξω από ένα παράθυρο, από μια θέση ασφάλειας, μοιάζει σαν να βλέπεις μια ταινία. Χρησιμοποίησα και προσωπικές ιστορίες που βρήκα και μου φάνηκαν ότι έχουν την αξία τους για το πώς λέω εγώ την ιστορία. Το πώς βλέπουμε κάτι είναι κατά κάποιο τρόπο κι αυτός ένας άξονας της ταινίας »
«Name day» (Κώστας Δημητριάδης)
Αναφερόμενος στην ιστορία της ταινίας του , που αφηγείται την αναγέννηση μιας τρανς κόρης την ημέρα που πεθαίνει η μητέρα της και το ανακοινώνει στους συγγενείς, ο σκηνοθέτης εξήγησε πως το σενάριο είχε αρχικά μια διαφορετική μορφή, που στη συνέχεια, παίρνοντας τη γνώμη και άλλων, γνωστών του προσώπων, άλλαξε χαρακτήρα, δημιουργώντας «ένα γκέι άτομο που πήγε στην κηδεία της μητέρας του να κάνει το coming out, αλλά ούτε αυτό με εξέφραζε», όπως είπε, «και μετά από περαιτέρω αναζητήσεις μου δόθηκε η ευκαιρία να εκφράσω την προσωπική μου πλευρά μέσω της πρωταγωνίστριάς μου της Κωνσταντίνας Λία, φτάνοντας στην τελική μορφή. Και πάλι άλλαξαν κάποια πράγματα, καθώς αρχικά η ηρωίδα δεν είχε κάνει φυλομετάβαση. Είπαμε να καταλήξουμε στο ότι όλοι την φωνάζουν Ορέστη και εκείνη προσπάθησε να βρει το θάρρος να το ομολογήσει για να πάψει ο κύκλος των ψιθύρων από τους συγγενείς. Αυτό που ήθελα να δείξω ήταν μια ιστορία πλήρους αποδοχής από τη μητέρα καθώς στην κοινωνία μας δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Μια όμορφη ιστορία σχετικά με την αποδοχή και το τρανς ζήτημα που χωρίς να είναι αυτός ο αρχικός σκοπός, τελικά έγινε»
«Σπίτι» (Σοφία Σφυρή)
«Ξεκίνησε ως μια μη ιστορία, με τυχαία κείμενα που μου έρχονταν στο μυαλό και είχαν το στοιχείο του μαγικού ρεαλισμού. Η αφορμή ήταν ότι έχασα τον μπαμπά μου το 2020 και μια βδομάδα πριν το σκληρό lockdown. Τρεις μήνες καραντίνα στη συνέχεια τους πέρασα σε αυτό το σπίτι, που είχε χτίσει ο μπαμπάς. Το παρατηρούσα πάρα πολύ λόγω του εγκλεισμού και ταυτόχρονα βίωνα το πένθος κι έβλεπα εκείνον μέσα στο σπίτι, κάτι που λειτουργούσε ως μια διαρκής υπενθύμιση της απώλειας και ταυτόχρονα κάτι πολύ παρήγορο γιατί παρατηρούσα πώς είχε φροντίσει να ζήσουμε σε αυτό το σπίτι. Έτσι ξεκίνησα από μια πολύ προσωπική μου ιστορία και περνώντας από διάφορα στάδια, με αρχικά κεντρικό χαρακτήρα το σπίτι σε μια μορφή ντοκιμαντέρ, πέρασα στο στάδιο της μυθοπλασίας, όπου δεν στάθηκα, και κατέληξα στο ντοκιμαντέρ μυθοπλασίας. Το στοίχημά μου ήταν να ξεκινήσω από μια προσωπική ιστορία που δεν αφορά πολύ κόσμο, αλλά κυρίως την οικογένειά μου και τους φίλους μας και να θίξω θέματα που αφορούν πολύ περισσότερο κόσμο. Ήθελα να μιλήσω για την απώλεια με κάπως πιο φωτεινό τρόπο. Δεν ήθελα να μιλήσω μόνο για το πένθος και τον πόνο, με ενδιέφερε το μετά, η αποδοχή και το πώς στη ζωή συμβαίνουν όλα ταυτόχρονα».
«Roger» (Θάνος Μήτσιος)
«Ήταν ένα σενάριο που είχα γράψει κάποια χρόνια πριν, οπότε περίμενα κι εγώ αρκετά μεγάλο διάστημα για την επιχορήγηση από το Κέντρο Κινηματογράφου. Το θέμα της ταινίας, η σχέση πατέρα-γιου και το τοξικό περιβάλλον του σπιτιού, η τοξική αρρενωπότητα που κυριαρχεί στην επαρχία, είναι από τα ζητήματα της ταινίας. Κάτι άλλο που με απασχολούσε πολύ ως βασική θεματική, είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ αγοριών και αντρών. Το έχω ζήσει και προσωπικά καθώς έτυχε να κάνω πρωταθλητισμό σε ατομικό άθλημα από μικρή ηλικία. Ειδικά στις ηλικίες 12 με 14 μεταξύ αγοριών λέγονται πράγματα σκληρά. Κάποια στιγμή γνώρισα κάποιους από τους χαρακτήρες κι έτσι ξεκίνησα να γράφω το σενάριο ξέροντας ότι θέλω να μιλήσω για αυτά τα θέματα. Μέχρι τελευταία στιγμή, μέχρι να φτάσω στο γύρισμα, άλλαζα πράγματα, ξαναέγραφα σκηνές, πρόσθετα στοιχεία και αναφορές, σαν να είναι η πρώτη ταινία ζήτημα ζωής και θανάτου, πως πρέπει να κάνεις κάτι φανταστικό που θα πρέπει να πάει καλά. Είναι όλη η πίεση της πρώτης ταινίας. Σε αυτήν ήθελα να αφήσω όσο γίνεται το θεατή να παρατηρήσει πράματα, να μην τον κατευθύνω στο τι εγώ θέλω να δει»
ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ
«Looking she said I forget» (Naomi Pacifique)
«Είναι μια προσωπική ιστορία εγγύτητας σχέσεων, μια ταινία σπουδαστική, αλλά με περισσότερα χρήματα, συμπαραγωγούς και πολλούς ανθρώπους να δουλεύουν. Ωστόσο κάποια στιγμή οι παραγωγοί επιδίωξαν να επιβάλουν την άποψή τους, κάτι που μοιάζει με μπούλινγκ, ήθελαν να αφαιρέσουν πολλές σκηνές, αλλά πάλεψα να κρατήσω τις περισσότερες. Το ίδιο πάλεψε και ο μοντέρ. Το σενάριο ολοκληρώθηκε και χρηματοδοτήθηκε σε δύο με τρία χρόνια. Όσον αφορά τους χαρακτήρες, έβλεπα συνεχώς ηθοποιούς για δύο χρόνια, και στο τέλος συνάντησα και την πρωταγωνίστρια μου καθώς έμοιαζε με αυτόν τον χαρακτήρα που είχα γράψει και ήθελα. Χωρίς να έχει περάσει η ίδια από μονογαμικές σχέσεις. Πολλές από τις αναφορές της ταινίας είναι πραγματικές. Δουλέψαμε με τους ηθοποιούς με πολύ αυτοσχεδιασμό, έτσι ώστε να ομαλοποιηθεί η σχέση τους πριν το γύρισμα. Το χρώμα παίζει ρόλο στην ταινία και είναι το μπλε, αγαπημένο χρώμα της μητέρας μου »
«The oasis I deserve» (Ines Sieulle)
«Κάποιοι έχουν την ανάγκη να δείχνουν στον κόσμο πως μπορούν να κυριαρχούν στους άλλους. Άρχισα να βρίσκω χρήστες του Τικ Τοκ, μπήκα στο youtube, βρήκα συζητήσεις που αξιοποίησα και συνέθεσα εικονικούς συντρόφους σε διαδικτυακά chatbot που προσπαθούν αλλά δυσκολεύονται να βρουν τη θέση τους στον κόσμο. Μοιράζονται τις σκέψεις τους με τους ανθρώπους με τους οποίους συνδιαλέγονται και τις περισσότερες φορές οι συζητήσεις είναι έντονες και σκληρές. Αυτό με κατεύθυνε να θίξω το πώς αντιμετωπίζουμε ανθρώπους με τους οποίους αισθανόμαστε ανώτεροι από αυτούς. Πρόκειται για ένα είδος ρατσισμού. Η συζήτηση που ανοίγει είναι μεγάλη και αφορά στο πως χρησιμοποιούμε κάποια εργαλεία που έχουμε στα χέρια μας. Η διαπίστωση πως η βία είναι εμφανής στο διαδίκτυο προκύπτει από τη θέαση όλων αυτών των βίντεο. Και όσα περισσότερα βίντεο βλέπουμε, τόσο συνηθίζουμε στη βία. Έτσι και η ταινία γίνεται βίαιη. Όσο πιο πολύ επαφή έχεις με τη βία, τόσο πιο πολύ τη συνηθίζεις .Στην πραγματικότητα όμως η βία είναι πολύ χειρότερη από ότι στην ταινία».