ΨTalk Ντενίς Νικολάκου, Κ. Γιάνναρης, Άρης Δημοκίδης
Short Film Hub 2024 – Talks
Cinematherapy Ψtalk με τη Ντενίς Νικολάκου, τον Άρη Δημοκίδη και τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη
Το πρόγραμμα Cinematherapy του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας εγκαινιάζει φέτος το «Ψtalk», μια νέα δράση η οποία θα πραγματοποιείται στο πλαίσιο της φεστιβαλικής εβδομάδας στη Δράμα και θα περιλαμβάνει συζητήσεις που συνδυάζουν την κινηματογραφική τέχνη με την ψυχοθεραπεία. Οι προβολές αυτής της δράσης δεν θα περιέχουν μόνο νέες ταινίες που συμμετέχουν στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ, αλλά και παλαιότερες.
Η αρχή έγινε την Πέμπτη 5/9/2024 στον κατάμεστο θερινό κινηματογράφο “Αλέξανδρο” με την προβολή της ταινίας «Μια θέση στον ήλιο» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, βραβευμένη στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας το 1995. Αμέσως μετά, η επικεφαλής του προγράμματος Ντενίς Νικολάκου υποδέχτηκε τον δημοσιογράφο Άρη Δημοκίδη και τον σκηνοθέτη Κωνσταντίνο Γιάνναρη και ακολούθησε μια μεγάλη και πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για το ψυχολογικό υπόβαθρο, τα βαθύτερα νοήματα και τις ψυχολογικές διαστάσεις της ταινίας.
Ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης μίλησε για την έμπνευση να κάνει αυτήν την ταινία πριν από 30 χρόνια, αναφέρθηκε στην εποχή που γυρίστηκε και στην εμπειρία της δημιουργίας της και μοιράστηκε βαθύτερες σκέψεις του απαντώντας στις ερωτήσεις των συνομιλητών του και του κοινού, που συμμετείχε ενεργά.
Σταχυολογώντας ορισμένα από τα λόγια του, ο ρηξικέλευθος σκηνοθέτης, μεταξύ άλλων, είπε:
* «Μισώ την ψυχοθεραπεία. Είχα τη χειρότερη εμπειρία. Για μένα ο κινηματογράφος είναι η ψυχανάλυση μου από το 1987 που μπαίνω στο χώρο του πειραματικού κινηματογράφου. Όλες οι ταινίες μου από τότε μέχρι την τελευταία μου, ήταν απόρροια του φόβου του θανάτου. Διοχέτευσα τον φόβο του θανάτου στην τέχνη μου. Και κάθε χρόνο έκανα και μια ταινία».
* «Ένας φίλος μου, λίγο πριν κάνω αυτήν την ταινία, μου είχε πει κάτι σοφό: όταν πληρώνεις κάποιον για έρωτα δεν το κάνεις για να τον κρατάς μαζί σου, αλλά για να τον κρατάς μακριά. Μου άρεσε».
* «Ο έρωτας έχει μια σκοτεινή πλευρά, μπορεί να σε οδηγήσει στον απόλυτο εξευτελισμό ακόμη και στο θάνατο, τον δικό σου ή του άλλου. Ο έρωτας είναι μια περιπέτεια που εγώ πέφτω εξ ολοκλήρου, αν δεν μπορώ να τη ζήσω ολοκληρωτικά, δεν με ενδιαφέρει».
* «Η ταινία βγήκε από μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Είχαν ανοίξει τα σύνορα και είχαν κατέβει στην Ελλάδα ορδές ανθρώπων παράνομα. Η Αθήνα μέσα σε λίγους μήνες άλλαξε μορφή. Ζούσα στο Λονδίνο, αλλά ερχόμουν τακτικά. Ήταν τρομακτικά όμορφη αυτή η αλλαγή της πόλης, παρά τα τεράστια προβλήματα που δημιουργήθηκαν. Την ξαναερωτεύτηκα τότε. Αρχές του ’90».
* «Η ιδέα για την ταινία ήρθε ένα μεσημέρι που πήγα να δω τη θεία μου, η οποία ήταν πολύ ομοφοβική. Μου λέει: «ο γείτονας μου εδώ δίπλα είχε πάρει έναν Αλβανό στο σπίτι και τον δολοφόνησε. Δεν είναι αίσχος αυτό;» Η θεία μου που ήταν ομοφοβική υπερασπίστηκε τον Έλληνα. Αυτό μου έδωσε την ιδέα. Η ατάκα της θείας μου σε ένα μεσημεριανό τραπέζι».
* «Στις αρχές του ’90 στο Λονδίνο το ζήτημα γύρω από την ομοφυλοφιλία το είχαμε εξαντλήσει καλλιτεχνικά. Έτσι χρειαζόμουν ένα άλλο στοιχείο. Το θέμα της ευρωπαϊκής μετανάστευσης ήταν ακόμη στις αρχές και μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον έδαφος να κάνω μια δουλειά γύρω από τα ζητήματα σεξουαλικότητα, εθνότητα, μετανάστευση».
* «Πριν από 30 χρόνια, η θέληση να γνωριστείς με τον άλλον ήταν κυρίαρχη, η επιθυμία ήταν έντονη. Και η επιθυμία αυτή μπορεί να γεννήσει και μια ερωτική επιθυμία. Εκατομμύρια άνθρωποι το βάλανε στα πόδια και ήρθαν να σε γνωρίσουν. Για μένα αυτό ήταν όχι μόνο ενδιαφέρον, αλλά σχεδόν ερωτικό. Αυτό αντικατοπτρίζει η σχέση των δύο πρωταγωνιστών της ταινίας».
* «Το σενάριο το έγραψα μέσα σε λίγες μέρες. Προφανώς ο Ηλίας έχει στοιχεία του χαρακτήρα μου. Είναι ένας μικροαστικός και λίγο μπλαζέ γκέι που θέλει να ρισκάρει, να ζήσει μια περιπέτεια, είναι λίγο σνομπ, αλλά τελικά αρκετά συναισθηματικός. Τον Παναγιώτη τον καταλάβαινα γιατί, πριν κάνω την ταινία, είχα πολλούς φίλους μετανάστες που είχαν έρθει παράτυπα. Το θέμα το ήξερα».
* «Οι ταινίες που κάναμε εμείς τότε τις κάναμε επειδή πραγματικά τις πιστεύαμε, επειδή ήταν μια υπαρξιακή ανάγκη, ήταν μια καταγραφή ενός τρόπου ζωής. Έδινες μια μάχη με αυτό που σε στοίχειωνε. Έπρεπε να δώσεις μάχη. Αυτό που μου άρεσε σε αυτήν την ταινία, όπως και σε άλλες, είναι πως δεν ήταν απλώς μια κινηματογραφική εμπειρία, ήταν μια περιπέτεια».
* «Είναι δύσκολο να κάνεις μια τέτοια ταινία σήμερα. Έχουν αλλάξει οι συνθήκες. Ζούμε πιο σκληρές εποχές, δεν θέλουμε να δούμε το ξέφωτο, δεν θέλουμε την επαφή. Η Ευρώπη εκδίδεται στον εαυτό της, δυστυχώς. Τα επόμενα δέκα χρόνια θα ‘ναι πολύ κρίσιμα. Δεν θα προσπαθούσα να κάνω μια τέτοια ταινία σήμερα, και δεν θα ‘θελα. Θα ‘ταν κάτι χωρίς νόημα για μένα. Συγκεκριμένες στιγμές της ζωής μας, που οδηγούν κάπου, δεν επαναλαμβάνονται».
* «Ο σκοπός μου στις περισσότερες ταινίες μου είναι να μπορώ να βρω την ομορφιά τη ζωής, μέσα σε σκληρές συνθήκες. Πρέπει να δεις, να κατανοήσεις, να αντιλαμβάνεσαι ότι υπάρχει ομορφιά, υπάρχει ανθρωπιά και σε μια συνθήκη που η κοινωνία μπορεί να χαρακτηρίζει ποταπή.
Και, ναι, ο έρωτας απαιτεί συμβιβασμούς, για να μπορώ να ερωτευτώ και να με ερωτευτούν. Κι αυτή είναι η ομορφιά του έρωτα».
* «Κάποια αντέδρασαν, όταν η ταινία προβλήθηκε στην Αμερική εκείνη την εποχή, γιατί δεν ολοκληρώθηκε όταν οι δύο ήρωες αγκαλιάζονται λίγο πριν χωρίσουν. “Τι την ήθελες τη φυλακή μετά;”, μου έλεγαν στην Καλιφόρνια. Μα έχει προηγηθεί ένας φόνος. Για μένα η παραβατικότητα χωρίς τιμωρία είναι ένας φασισμός. Δεν μπορούσα να αφήσω τον Παναγιώτη και τον Ηλία ελεύθερους».
* «Αυτή η ταινία μου πρόσφερε μια ηδονή και μια δημιουργική ελευθερία. Πέρασα πολύ ωραία. Μπορούσα να κάνω όλα τα τρελά μου και σεναριακά και με την κάμερα, με το συνεργείο, με τους ηθοποιούς. Και ήξερα ότι θα βγει ωραία αυτή η ταινία. Επίσης, η ταινία γνώρισε σε ένα βρετανικό κοινό τα θέματα της μετανάστευσης και της Ανατολικής Ευρώπης, που εκείνη την εποχή δεν τα ξέρανε ακόμη στην Αγγλία, καθώς παίχτηκε στην τηλεόραση σε ένα experimental πρόγραμμα που είχε περίπου 350.000 θεατές εκείνο το βράδυ».
* «Είμαι οικονομολόγος και ιστορικός. Ποτέ στη ζωή μου δεν ταυτίστηκα ως σκηνοθέτης ή καλλιτέχνης. Με το πέρασμα των ετών κατάλαβα ότι μάλλον είμαι ένας καλλιτέχνης. Και ναι, με πειράζει πάρα πολύ που έχω φτάσει σε ένα τέλος με αυτό που λέγεται κινηματογράφος. Είναι μια ορθολογική επιλογή, συνάμα όμως έχει και ένα κόστος».