DISFF 47 Masterclass – Γιώργος Μαυροψαρίδης
Υποψήφιος για Όσκαρ, με δεκάδες βραβεία στο ενεργητικό του, στενός συνεργάτης του Γιώργου Λάνθιμου, και, αυτές τις μέρες, πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής του Διεθνούς Διαγωνιστικού Προγράμματος του DISFF 47, ο διεθνούς φήμης μοντέρ Γιώργος Μαυροψαρίδης, συνάντησε το κοινό του Φεστιβάλ Δράμας στο θερινό κινηματογράφο «Αλέξανδρος» και μίλησε για την τέχνη του.
«Έχω πάει σε πολλά φεστιβάλ, αλλά είναι πολύ όμορφο να είμαι στη Δράμα και μάλιστα στην κριτική επιτροπή. Το επίπεδο των ταινιών του Διεθνούς είναι πολύ υψηλό, θα είναι δύσκολη η επιλογή για τα βραβεία, αλλά και μόνο το ότι προβάλλονται εδώ οι ταινίες είναι μία βράβευση».
Τον Γιώργο Μαυροψαρίδη υποδέχτηκε ο Γιάννης Σακαρίδης, πολύπειρος μοντέρ και ο ίδιος. Όπως είπε, από όσα έχει διαβάσει όλα αυτά τα χρόνια πάνω στην ειδικότητά του, τα καλύτερα κείμενα είναι του Γ.Μαυροψαρίδη –ανάγνωσε μάλιστα στο κοινό ένα απόσπασμα.
Ο Γ.Μαυροψαρίδης αναφέρθηκε στη γλώσσα του φιλμ και τη δύναμη που έχει στο να γεννα συναισθήματα, σκέψεις και ιδέες στο κοινό. «Σύμφωνα με τη νευροεπιστήμη», είπε, «ο εγκέφαλος δημιουργεί νέες μορφές πραγματικότητας, που με τη σειρά τους δημιουργούν νέες σκέψεις. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και το μοντάζ: δημιουργεί μία νέα πραγματικότητα που πυροδοτεί σκέψεις στο κοινό».
Μάλιστα, ο ίδιος διακρίνει δύο προσεγγίσεις στο σινεμά: αυτή του του Χόλιγουντ που στόχο έχει να ικανοποιήσει βασικά συναισθήματα του κοινού, όπως είναι η χαρά και ο φόβος, και αυτή του ευρωπαϊκου σινεμά που μας βάζει σε ένα εντελώς διαφορετικό, πιο σύνθετο περιβάλλον, προκαλώντας ερεθίσματα για νέες σκέψεις και δείχνοντας μία πραγματικότητα που δεν ξέρουμε ότι υπάρχει και η οποία καλεί τον θεατή να αντιδράσει σε αυτήν.
Οι μοντέρ είναι οι πρώτοι που βλέπουν το υλικό που έχει τραβήξει ένας σκηνοθέτης. Ο μοντέρ είναι το μυαλό και τα μάτια του σκηνοθέτη, και όπως επεσήμανε ο Γιάννης Σακαρίδης, ένας σπουδαίος μοντέρ έχει την ξεχωριστή ικανότητα, με μια ιδιαίτερη ευαισθησία, να στηρίζει τον σκηνοθέτη όταν για παράδειγμα (γιατί συμβαίνει κι αυτό), είναι έτοιμος να καταρρεύσει από την πίεση ή χάνει τον έλεγχο.
Η ίδια η διαδικασία του μοντάζ είναι μαγική αν σκεφτεί κανείς πως για χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι ξυπνούν το πρωί, βιώνοντας τη ζωή στο σύνολό της, αλλά στις ταινίες πηδάμε από σκηνή σε σκηνή επιλέγοντας τις στιγμές που θα εστιάσουμε. Όμως το μυαλό του θεατή δημιουργεί μια συνέχεια, και οι εικόνες μιλούν κατευθείαν στην καρδιά του.
«Υπάρχει μια ισχυρή σχέση μεταξύ μοντέρ και σκηνοθέτη. Είσαι ευαίσθητος δέκτης αυτού που εκείνος ζητά, κατανοείς ως μοντέρ τις ανάγκες του, είναι μία εκ φύσεως συνεργατική σχέση, αλλά πρέπει να υπηρετείς το όραμα του. Καθώς περνούν τα χρόνια η δουλειά αυτή σε κάνει ακόμα πιο ευαισθητο στους σκηνοθέτες, πρέπει να σέβεσαι πολύ το υλικό. Nα μην βιάζεσαι, να περιμένεις τον σκηνοθέτη, τις επιλογές του. Δεν κολλάς σε ένα πράγμα, δοκιμάζεις πολλά. Κι έτσι γίνεσαι καλύτερος».
Ο Γ.Μαυροψαρίδης ξεκίνησε την καριέρα του από την Αθήνα και συνεργάστηκε με μεγάλα ονόματα: Πανουσόπουλος, Παναγιωτοπουλος, Νικολαϊδης. «Είχα σπουδαίους δασκάλους. Έκανα πολλά διαφημιστικά ειδικά στην αρχή. Με τον Λάνθιμο, τον Πατραμάνη. Αλλά θέλαμε κάποια στιγμή να κάνουμε ταινία. Έκανα δεκάδες μικρού μήκους χωρίς να πληρώνομαι και με τον Μανουσάκη έκανα την πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία. Βραβεύτηκα στη Θεσσαλονίκη, και μετά είχα την ευκαιρία να δουλέψω με πολλούς σκηνοθέτες. Όταν άρχισα να συνεργάζομαι με το Λάνθιμο στην «Κινέττα», ήμουν πια έμπειρος επαγγελματίας. Μου άρεσε πολύ που μαζί του ανακάλυψα κι εγώ κάτι διαφορετικό, ένα άλλο όραμα».
Ο Γ.Σακαρίδης είπε στο κοινό πως όταν το 2007 ήρθε στην Αθήνα από το Λονδίνο όπου ζούσε και εργαζόταν, σοκαρίστηκε από τον τρόπο που δούλευαν εδώ: «Έκαναν ταυτόχρονα πολλά πράγματα: δεν δούλευαν μόνο για μια ταινία, έκαναν και διαφημιστικά, το ίδιο διάστημα, και ένα ντοκιμαντερ λχ για ένα φίλο. Όλα μαζί! Αυτή ήταν η καθημερινότητα για πολλούς. Είναι απίστευτο το πόσο γρήγορα τα έκανες όλα -βέβαια ήταν ένα σχολείο ζωής».
«Ακόμα γίνεται αυτό, επικρατεί η ίδια κατάσταση», απάντησε ο Γ.Μαυροψαρίδης. «Ήμουν τυχερός που ο Λάνθιμος μπόρεσε να φύγει έξω και να κανει πια big budget films».
Ως προς τον «Κυνόδοντα», πολύ πριν ακόμα ο Γ.Λάνθιμος αρχίσει την εντυπωσιακή του καριέρα στο εξωτερικό, «μια μέρα πριν το γύρισμα μου στέλνει το σενάριο με εντελώς διαφορετική σειρά στις σκηνές. Συνειδητοποίησα ότι και παλι θα άλλαζαν. Έπρεπε να βρούμε ένα νέο τρόπο προσέγγισης αυτού του υλικού. Ο Γιώργος δημιούργησε ένα νέο κόσμο κι έπρεπε να βρούμε έναν νέο τρόπο να τον αναδείξουμε».
«Ο «Κυνόδοντας» ήταν ορόσημο για τη γενιά μου», είπε ο Γ.Σακαρίδης. «Τότε άρχισε να βγαίνει στα φεστιβάλ του εξωτερικού το νέο ελληνικό σινεμά».
«Υπάρχει μεγάλο ταλέντο στην Ελλάδα, αλλά είναι δύσκολο να κάνεις εδώ ταινίες», υπογράμμισε ο Γ.Μαυροψαρίδης. «Ο Λάνθιμος πήγε έξω και ως γνωστόν οι Αγγλοσάξονες κάνουν ταινίες με ένα μπάτζετ που ξεκινά από 4 εκατομμύρια και πάνω. Με τόσα λεφτά υπάρχουν κορυφαίοι Ελληνες που θα έκαναν σπουδαίες δουλειές. Με τη σωστή στήριξη θα γινόντουσαν πολλά πράγματα στην Ελλάδα. Η “Κινέττα” έγινε με 20.000 ευρώ».
Από το 2018 ο ίδιος μπορεί πλέον να δουλεύει σε καλές εργασιακές συνθήκες (μόνο περιστασιακά, όπως είπε, κάνει κάποια διαφημιστικά). «Πιο πολλές οι επιλογές, πιο πολλά τα μπάτζετ. Ένας βοηθός, έξω, μπορεί να παίρνει, 2.000 ευρώ την εβδομάδα. Εδώ, σε καθυστερούν, δεν ξέρεις πότε θα πάρεις τα λεφτά σου. Εκεί μπορείς να οργανώσεις το χρόνο σου, σέβονται το ταλέντο σου, σε διευκολύνουν να το ξεδιπλώσεις. Δεν σκέφτεσαι πότε θα πληρωθείς, σου δίνουν πολλά λεφτά και από σένα περιμένουν να δώσεις τον καλύτερο εαυτό σου».
Ως προς τη σχέση του με το Λάνθιμο, «μου δίνει χώρο και χρόνο να δοκιμάσουμε νέα πράγματα, του παρουσιάζω διάφορες εκδοχές. Έχουμε αναπτύξει έναν τρόπο επικοινωνίας. Είναι πολύ σημαντικο να επικοινωνείς σε ένα βαθύτερο επίπεδο, να νοιώθεις τις προτιμήσεις του άλλου, την αισθητική του… “Η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος” είχε πει ο Γκοντάρ. Είναι πολύ σημαντική η εμπιστοσύνη μεταξύ μοντέρ και σκηνοθέτη».
Κι αν διαφωνεί; ρωτήθηκε. Αν έχει εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις με το σκηνοθέτη;
«Ακολουθείς το ρεύμα του ποταμού, αυτός είναι ο ρυθμός, δεν μπορείς να αλλάξεις μουσική. Το υλικό από μόνο του σε κατευθύνει. Είναι εκεί. Μοντέρ και σκηνοθέτης δουλεύουν μαζί»…