Παρουσίαση Σκηνοθετών, Κυριακή 14/9/2025

Παρουσίαση Σκηνοθετών, Κυριακή 14/9/2025

Κάθε μέρα οι σκηνοθέτες που διαγωνίζονται στο 48ο Φεστιβάλ Δράμας, δίνουν ραντεβού με το κοινό (θεατές, επαγγελματίες της οπτικοακουστικής βιομηχανίας, δημοσιογράφους) για να μιλήσουν για την ταινία τους που έχει προβληθεί το προηγούμενο βράδυ και να απαντήσουν σε ερωτήσεις, στο πιο φρέσκο και πολυαναμενόμενο ραντεβού του Φεστιβάλ. Να τι είπαν στο κοινό του Φεστιβάλ για τη δουλειά τους οι διαγωνιζόμενοι  στη σημερινή παρουσίαση την οποία συντόνισε ο  Βασίλης Τερζόπουλος (Διεθνές Διαγωνιστικό)Γιώργος Αγγελόπουλος (KIDDO και Εθνικό διαγωνιστικό) και η Μάγια Σφακιανάκη (Short & Green)

ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ

«When You Were Young Were You Afraid of the Moon?» (Phoebe Cottam)

«Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ, με το οποίο και ασχολούμαι εδώ και πολύ καιρό. Μια νεαρή Παλαιστίνια, φεύγει από τη Δυτική Όχθη όπου ζει η Ισραηλινή ακτιβίστρια μητέρα της, για να μετακομίσει στο Βερολίνο. Ήταν η εποχή που δεν είχε ξεκινήσει ακόμα η γενοκτονία, η οποία και άλλαξε τον ρυθμό της ταινίας, καθώς έπρεπε να βρεθεί η σύνδεση όλων εκείνων των γεγονότων που συνέβαιναν στην Ευρώπη, με αυτά που συνέβαιναν στην Παλαιστίνη. Πρόκειται για μια αντίφαση. Είχα επισκεφτεί τη Δυτική Όχθη, όπου πήγα να βοηθήσω έναν Παλαιστίνιο φίλο που γύριζε ένα ντοκιμαντέρ, ήταν θέμα αλληλεγγύης κάτι τέτοιο καθώς είμαι ενεργή στο διεθνή ακτιβισμό υπέρ της Παλαιστίνης, κι έτσι γνώρισα τη μητέρα της ταινίας και βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την ιστορία της. Υπήρξαν διάφορες δυσκολίες, καθώς αυτό συμβαίνει με οποιαδήποτε ακτιβιστική δράση εκεί. Πραγματοποιήσαμε διαμαρτυρίες παίρνοντας θέση υπέρ των Παλαιστινίων και εναντίον του ισραηλινού στρατού. Όσον αφορά τα γυρίσματα, δεν υπήρχαν άδειες για αυτά, αλλά ήταν μέρος των δράσεών μας εκεί, κάτι που ήταν πολύ συγκινητικό για όλους. Διαβήκαμε πολλές κόκκινες γραμμές για να γυρίσουμε το ντοκιμαντέρ. Ήταν μια πρόκληση»

¡Beso de lengua!  ( José Luis Zorrero )

«Είχα πολλές εμπειρίες στη ζωή μου, η πιο έντονη από τις οποίες ήταν όταν ερωτεύτηκα τον straight καλύτερό μου φίλο και άρχισα να καταγράφω τα αισθήματά μου για το πρώτο μας ραντεβού και σιγά σιγά άρχισα να το εμπλουτίζω με αυτοβιογραφικά στοιχεία. Είχα πολλά τικ όταν ήμουν μικρός. Και όλα αυτά τα στοιχεία τα τοποθέτησα στην ταινία. Η αγάπη μπορεί να είναι ένα θανάσιμο παιχνίδι, και στη ζωή μπορείς να συναντήσεις τον έρωτα μακριά από συμβατικό τρόπο, κάτι που μπορεί να έχει χιούμορ, όπως ήθελα να έχει και η ταινία. Κάτι που ήταν σαφές από την αρχή. Μια κωμωδία, αλλά σκοτεινή όπου ο Ιτσκόατλ και ο Μοϊσές βρίσκονται στο πρώτο τους ραντεβού κι έπειτα από μερικές ώρες γνωριμίας, ξεκινούν να «παίζουν» ένα αλλόκοτο αλλά καθηλωτικό παιχνίδι»

Bimba   (Sandra Peso)

«Στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια είναι έντονο το προσφυγικό πρόβλημα, με τη χώρα να θεωρείται πέρασμα στην Ευρώπη. Έχουμε πολλούς ξένους, κάτι που έχει επηρεάσει τους πάντες στη χώρα. Κι εγώ ένιωθα πάντα ξένη στην πατρίδα μου, για αυτό και ήθελα να μιλήσω για μια οικογένεια που νοιώθει σαν μειονότητα, νοιώθει ξένη, νοιώθει πάντα φόβο. Μοιάζει σαν η ζωή τους να έχει δυο όψεις. Και εγώ μεγάλωσα κατά αυτόν τον τρόπο. Η ιστορία εξελίσσεται πάνω σε ένα πλοίο και αυτό από μόνο του είναι μια περιοριστική συνθήκη. Είχα ακούσει κάποιες ιστορίες από μεγάλους ανθρώπους, όπως η ιστορία ενός λωποδύτη που τον συλλαμβάνουν σε ένα χωριό, τον δένουν στην πλατεία και έως το πρωί πείθει τους πάντες ότι είναι καλός και ότι δεν έχει βλάψει κανέναν. Οι κάτοικοι πείθονται και τον αφήνουν να φύγει. Και το χωριό μοιάζει με ένα πλοίο, ένας μικρός περιορισμένος χώρος, όπως στην ταινία»

Un Matin (Line Pillet) 

«Η ιστορία τεσσάρων ανθρώπων χωρίς νόμιμη άδεια παραμονής, οι οποίοι αναζητούν εργασία στις Βρυξέλλες. Για 11 λεπτά, βρίσκονται μέσα σε ένα κλειστό φορτηγάκι που τους μεταφέρει προς άγνωστο προορισμό. Άκουσα την ιστορία τους και γράψαμε το σενάριο. Υπήρχαν τόσες ιστορίες που έπρεπε να βρούμε τη σωστή. Ήθελα να γυρίσω την ταινία σε φιλμ, κάτι που δεν είναι εύκολο, αλλά μου άρεσε, και όλο βγήκε πολύ φυσικά. Οι άνθρωποι αυτοί έπαιξαν τον εαυτό τους. Αξιοποίησα τη φαντασία τους στις συνεντεύξεις, έδωσα έμφαση σε αυτό. Ήθελα να πω μαζί τους την ιστορία. Δεν κάνω ντοκιμαντέρ. Ο δρόμος για μένα είναι η μυθοπλασία. Το γύρισμα σε έναν τόσο μικρό και στενό χώρο, ήταν πολύ δύσκολο. Δεν θα το έκανα ποτέ ξανά. Όλα ήταν πολύ έντονα, το πρώτο χιόνι, ο Δεκέμβρης, οι συνθήκες ήταν δύσκολες »

Magdalena Hausen: Frozen Time  (Γιάννης Καρπούζης). Ήταν παρόντες ο διευθυντής φωτογραφίας Γιώργος Φρέντζος και ο υπεύθυνος σχεδιασμού ήχου Δημήτρης Μυγιάκης.

«Από την πλευρά της δομικής στρατηγικής της ταινίας, η πρώτη ιδέα ήταν να κάνουμε ένα φιλμ δοκίμιο, αλλά να είναι μυθοποιημένο. Ο χαρακτήρας είναι φαντασιακός, δεν υπάρχει πραγματικά. Διαπερνά όλη την μεταπολεμική μελαγχολία της κοινωνίας, συνδέει το παρελθόν με το παρόν, το συλλογικό και το προσωπικό, κάτι που ήταν στον πυρήνα της ταινίας μας. Η σκέψη μας περιστράφηκε γύρω από την έννοια της διαμεσικότητας, το που τελειώνει μια τέχνη και που αρχίζει μια άλλη. Το πώς συγκροτείται αυτό που λέει ο Ντελέζ, κειμενοεικόνα.   Πρώτη μου έμπνευση ήταν ο Κρις Μαρκέ. Βρήκα μια σειρά που παρουσίαζε  τη ζωή μεγάλων φωτογράφων μέσα από αρχεία και φωτογραφίες και σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραίο να δημιουργήσω κάτι τέτοιο. Με μια αφήγηση περισσότερο κινηματογραφική, αξιοποιώντας όλα τα εργαλεία του κινηματογράφου».

Ως προς τη φωτογραφία ο Γιώργος Φρέντζος ανέφερε ότι «αντί να τραβήξουμε με μια κινηματογραφική μηχανή, ουσιαστικά τραβήξαμε με μια φωτογραφική μηχανή. Άρα το όλο στήσιμο ήταν πάνω σε μια κινηματογραφική αντιμετώπιση. Το περισσότερο υλικό είναι με φιλμ κι όχι με ψηφιακή εικόνα.

Ένα σχόλιο που θα ήθελα να κάνω και που ήταν από τις συμφωνίες – διαφωνίες με τον Γιάννη, είναι, καθώς πολλοί με ρωτούν, ακόμα και τώρα,  εάν αυτό το πρόσωπο είναι πραγματικό. Και εάν όλα αυτά που έχουμε στην ταινία υπάρχουν σε ένα αρχείο. Και όλο αυτό το καταθέτω γιατί δεν ξέρω εάν κάτι τέτοιο είναι στα θετικά ή τα αρνητικά της ταινίας».

I‘m Glad You’re Dead Now (Άκης Πολύζος εκ των παραγωγών)

«Είμαι σκηνοθέτης και αυτή είναι η πρώτη μου δουλειά ως παραγωγός. Τον Tawfeek Barhom,  ηθοποιό και σκηνοθέτη της ταινίας, τον γνώρισα δεκαπέντε χρόνια πριν, είμαστε πολύ καλοί φίλοι, μου έστειλε το σενάριο, το διάβασα, απλή κατασκευή, δυο ηθοποιοί, ένα location και του πρότεινα να έρθει ένα Σαββατοκύριακο στην Ελλάδα να το γυρίσουμε. Μικρή ομάδα συνεργείου, το γυρίσαμε σε μιάμιση μέρα, δεν είναι μια τυπική περίπτωση γυρίσματος ξένης παραγωγής στην Ελλάδα. Ολοκληρώθηκε σε τρεις με τέσσερις εβδομάδες»

KIDDO

Η Πρώτη Εικόνα   Όλια Βερρoιοπούλου

«Όταν ήμουν στην ηλικία του νεαρού πρωταγωνιστή, στην τρίτη δημοτικού, έπρεπε να κάνω μια εργασία για την επέτειο του Πολυτεχνείου κι έκανα μια συνέντευξη με τον μπαμπά μου κι έτσι έμαθα αυτήν την ιστορία που είναι κατά βάση αληθινή, όπου μπλέκονται οι τηλεφωνικές γραμμές ενός σπιτιού με τον κινηματογράφο Studio, και έτσι κάθε χρόνο στην επέτειο του Πολυτεχνείου ανέπτυσσα την ίδια ιστορία. Χρόνο με το χρόνο προστίθεντο κι άλλες λεπτομέρειες κι άλλες διαστάσεις, μέχρι που βρήκα μια κασέτα. Αυτό που με ενδιέφερε, ήταν πώς το υποσυνείδητο ενός μικρού παιδιού, μπορεί να γεμίσει με παραληρηματικούς φόβους από μια εξωτερική απειλή, πράγμα πρόσφορο στο κινηματογραφικό έδαφος»

“The Fight”   Antony Petrou

«Η κόρη μου υποδύεται το μικρό κορίτσι. Εκείνο το καλοκαίρι μας επισκέφτηκε μία από τις φίλες μου που έδινε μάχη με τον καρκίνο. Η κόρη μου μού είπε ότι θα ήθελε να ξυρίσει και εκείνη το κεφάλι της για να την στηρίξει. Σκέφτηκα ότι έπρεπε να εντάξω σε μια ταινία την κόρη μου να ξυρίζει το κεφάλι της. Ήταν πολύ αποφασισμένη να το κάνει. Σκεφτήκαμε λοιπόν το σενάριο μαζί και είχαμε υλικό από την κινηματογράφηση που ξυρίζει το κεφάλι της. Έτσι γράψαμε την πλοκή ξεκινώντας από αυτήν την τελική εικόνα. Η ενέργεια της κόρης μου για εμένα ήταν μια εικόνα δύναμης».

«Maternelle»   Βασίλης Δογάνης

«Η πλοκή είναι εντελώς αυτοβιογραφική, του παιδιού που πηγαίνει σε μια ξένη χώρα χωρίς να ξέρει τη γλώσσα, και βρίσκεται τελείως χαμένο σε ένα ξενικό περιβάλλον και τι σημαίνει αυτό ψυχολογικά και στο επίπεδο των αισθήσεων, ήταν που με ενδιέφερε περισσότερο. Ήθελα ταυτόχρονα να εξερευνήσω τι σημαίνει όταν δεν έχεις το εργαλείο της γλώσσας να επικοινωνήσεις και να έχεις μια διάδραση με τον κόσμο , τι σημαίνει αυτό πρακτικά, πολύ συγκεκριμένα στο επίπεδο των αισθήσεων και των παραστάσεων που δημιουργεί. Και πως εσύ κινηματογραφικά θα προσπαθήσεις να το αποδώσεις. Ήταν μια αφορμή να εξερευνήσω κάτι στη φόρμα του κινηματογράφου , και να κάνω ένα είδος τάμπουλα ράζα και να επιχειρήσω κάτι που δεν είχα επιχειρήσει πριν». 

«Πάπια από Αλάτι» ( Αθηνά Καλκοπούλου από τη διεύθυνση παραγωγής)

«Μια μοντέρνα αναπαραγωγή του ασχημόπαπου, όπου μας λέει κάτι πολύ βασικό, ότι όλοι είμαστε διαφορετικοί, ωστόσο αναζητούμε την αγάπη, την ισότητα, την αποδοχή, και εν τέλει όλοι αγωνιζόμαστε και παλεύουμε. Απέναντι στις δυνάμεις που μας ξεπερνούν  θα πρέπει να είμαστε ενωμένοι για να τις πολεμήσουμε. Πρόκειται για μια πάπια σε έναν ζωολογικό κήπο που αναζητά την ταυτότητά της.  Η ταινία νομίζω ότι έχει διάφορα επίπεδα που διαφορετικά κοινά μπορούν να ερμηνεύσουν με διαφορετικό τρόπο. Το μήνυμα είναι απλό και βασικό και όλοι στο τέλος παλεύουν ενωμένοι για να μην γίνουν οι αλλαγές που προβλέπονται στον ζωολογικό κήπο».

«Γιατί»    Νίκος Παυλινέρης

«Αναρωτιόμουνα για πολλά θέματα που κανείς δεν μπορούσε να μου τα απαντήσει, οπότε ήθελα να δημιουργήσω μια ταινία, με ένα παιδάκι που κανείς δεν ήθελα να του απαντήσει τα γιατί. Το έκανα όλο από την οπτική του παιδιού, το πώς αισθάνεται που οι μεγάλοι δεν του απαντάνε και τι κάνει το ίδιο. Το ίδιο ήθελε να συνεχίσει να βρει τη λύση. Ήταν πολύ δύσκολο να σκηνοθετήσω ένα παιδάκι, αλλά και διασκεδαστικό»

«The T3st»   (Αλέξανδρος Τσιλιφώνης)

«Η ταινία ήταν βασισμένη σε μια παιδική μου εμπειρία και προσπάθησα να την αποτυπώσω. Σε οποιαδήποτε ιστορία νομίζω ότι πρέπει να ξεκινήσεις από κάτι αληθινό και στη συνέχεια να την εντείνεις και να την δραματοποιήσεις. Προσπαθήσαμε να φτιάξουμε εικόνες για το πως ένα παιδί φαντάζεται και μεγαλοποιεί τα πράγματα. Το παιδί που επιλέχθηκε ως ηθοποιός είχε περισσότερη εμπειρία από όλους μας. Αυτή η ιστορία μιλάει όχι μόνο για τη δυσλεξία, αλλά και για πολλά άλλα πράγματα που μπορεί να αντιμετωπίσει ένα παιδί, πόσο μάλλον ένας γονιός που θέλει να καταλάβει το παιδί του»

«Ατλαντικός»   (Αλέξανδρος Σταματιάδης)

«Είναι μερικές στιγμές που αλλάζουν τη ζωή σου και μεγαλώνεις μετά από αυτές. Ο έρωτας στην παιδική ηλικία είναι κάτι πολύ έντονο και πολύ πρωτόγνωρο, και αυτό ήταν το πρώτο έναυσμα. Το δεύτερο ήταν όταν είχα βρεθεί σε ένα τραπέζι με πολλούς φίλους και ένας από όλους θα έφευγε στην Αυστραλία και τον ρώτησα με ενθουσιασμό για αυτό το ταξίδι με τη σύντροφό του και με κατεβασμένο βλέμμα μου απάντησε πως θα ταξιδέψει μόνος, κάτι που μου έκανε εντύπωση. Ο λόγος που επέλεξα παιδιά για αυτήν την ιστορία, είναι γιατί τα παιδιά έχουν μια αθωότητα και είναι κάπως ανήμπορα σε έναν κόσμο ενηλίκων. Και κυρίως πορεύονται με αποφάσεις που δεν περνάνε από τα χέρια τους. Το γύρισμα έγινε με τρία καρούλια φιλμ μέσα σε μια ημέρα».

«Φθινοπωρινά Χριστούγεννα»   ( Κώστας Μπακούρης)

«Ο σπόρος πάει χρόνια πίσω όταν η οργάνωση της Φλόγας μου είχε προτείνει την οπτικοποίηση ενός τραγουδιού τους στίχους του οποίου είχε γράψει ένα παιδί που γνώριζε ότι σε μερικές ημέρες θα έφευγε από τη ζωή. Αυτό το τραγούδι δεν είχε τίποτα μεμψίμοιρο και θλιβερό και μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση. Σε αυτό προστέθηκε στη συνέχεια μια δυσάρεστη προσωπική ιστορία και φύτρωσε ως ιδέα με την εικόνα ενός γυμνού δέντρου με ένα τελευταίο φύλλο που χορεύει στον αέρα και εμφανίζεται ένα κορίτσι που χορεύει σαν να το φυσάει  ο άνεμος. Ήθελα να μιλήσω για την έννοια της απώλειας μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που μένει πίσω επιτείνοντας την έννοια της αδικίας που υπάρχει μέσα μας. Αυτό το παιδί μπορεί να μην καταλαβαίνει, αλλά νιώθει»

ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ

«Να Φοβάσαι τ’ Άστρα του Νοτιά»  (Χρήστος Καρτέρης). Ήταν παρών και ο μοντέρ Γιώργος Αλεξίου

«Τον πρωταγωνιστή, τον μαστρο Κώστα, τον γνώρισα λίγο αργότερα από την γέννηση της ιδέας που ξεκίνησε πριν πολλά χρόνια από την Ελευσίνα και το νεκροταφείο καραβιών, θέλοντας να κάνω ένα ντοκιμαντέρ παρατήρησης για τα πλοία. Ήθελα να βάλω στο ίδιο κάδρο τα παρατημένα καράβια, τη φθορά και τον χρόνο, με τον ανθρώπινο παράγοντα ενός ναυτικού που είναι στη στεριά. Τον μαστρο Κώστα τον  ένιωσα σαν δικό μου παππού και ο ίδιος με αποδέχθηκε να τον κινηματογραφήσω. Πιστεύω ότι το έκανε για να αφήσει κι αυτός ένα ενθύμιο στην οικογένειά του. Είχε πάρα πολύ ενδιαφέρον. Μια ζωή στα καράβια και η ελευθερία που ζούσε σε αυτά, παρόλο τον θαλάσσιο εγκλεισμό , είχε το χόμπι να μεγαλώνει καναρίνια, να τα ζευγαρώνει και να τα χαρίζει στη γειτονιά. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ο πρωταγωνιστής μου πέθανε και με πάρα πολύ σεβασμό ήθελα να διαχειριστώ σωστά τη μνήμη του. Με βοήθησε πολύ το προσωπικό, αρχειακό υλικό που βρέθηκε μετά το θάνατό του »

«Κρύο;» (Αντρέας Κοντόπουλος). Ήταν παρών και ο πρωταγωνιστής Ανδρέας Κωνσταντίνου

«Η ταινία παίζει ανάμεσα σε κάτι που έχει και δεν έχει συμβεί. Αυτό το δίπολο και η αντίφαση, νομίζω ότι μπορεί να αποτυπωθεί πιο ανάγλυφα με τον ερωτηματικό τίτλο. Η ιδέα ξεκίνησε από ένα τραγούδι του Κρις Κριστοφερσον που άκουγα και μου φάνηκε ενδιαφέρον, ένας άνθρωπος σήμερα στο αστικό τοπίο που απομονώνεται, έχει πολλά χαρακτηριστικά όλων ημών που ζούμε απομονωμένοι σε ένα δωμάτιο και καταγράφουμε την υπαρξιακή μας κατάσταση μέσα από ταινίες, μουσικές, βιβλία. Η «σπασμένη» μνήμη σε συνδυασμό με ένα ασφυκτικό παρόν , δεδομένο και προφανές. Η ταινία ήθελα να συνομιλεί με κάτι που δεν υπάρχει πια. Να αναδεικνύει την μοναξιά του ατόμου σε ένα περιβάλλον πάρα πολύ αυτονόητο και μηχανικό »

«Ρίζες» (Κωνσταντίνος Δοξιάδης)

«Αρχική πρόθεση ήταν να μιλήσουμε για έναν άνθρωπο που προσπαθεί να φτάσει σε έναν κόσμο που πλέον δεν υπάρχει. Ξεκίνησε με μια επαγγελματική υπαρξιακή κρίση ενός μεσήλικα και ταυτίστηκε με τον ηθοποιό Καραφίλ Σένα. Ο ίδιος για να με καθησυχάσει με διάφορα αγχώδη ερωτηματικά που είχα σε σχέση με το σενάριο, άρχισε να μου λέει την ιστορία του. Και όσο μου την έλεγε, βρήκα μέσα εκεί συναισθηματικά στοιχεία που κόλλησαν απόλυτα με αυτά που ήθελα να πω. Η ιδέα του να φτάνει κάποιος σε έναν χώρο, να διαπιστώνει μετά από χρόνια ότι δεν ανήκει, να προσπαθεί να επιστρέψει και να καταλαβαίνει ότι δεν ανήκει ούτε στον κόσμο που θυμόταν, ήταν κάτι που με συγκίνησε βαθιά. Ξεκινήσαμε από τον χαρακτήρα του Καραφίλ και όλο το υπόλοιπο λειτουργεί σαν ένα πλαίσιο μέσα από το οποίο μπορούμε να εξερευνήσουμε τον άνθρωπο που νιώθει ότι δεν ανήκει πουθενά και πως ο κόσμος της ανάμνησής του, τα παιδικά του χρόνια και η φιλία με το δέντρο, δεν μπορεί να επιστρέψει»

SHORT & GREEN

Three Nights Until Tomorrow (Flavio Araujo)

«Όταν ήμουν μικρός βρέθηκα σε αυτήν την παραλία της Τοσκάνης μαζί με την αδελφή  μου και καθώς κάναμε κάμπινγκ, μαγευτήκαμε από την ομορφιά της με την απίστευτη λευκή άμμο. Στην αρχή δεν γνωρίζαμε για το εργοστάσιο και πως αυτό επηρέαζε την εικόνα της παραλίας, αλλά έπειτα από έρευνα και μιλώντας με ανθρώπους, καταλάβαμε πως αυτό το εργοστάσιο ήταν υπεύθυνο για το χρυσαφί χρώμα της άμμου και αυτό που μας έκανε πολύ εντύπωση. Για αυτό και θέλαμε να κάνουμε στο μέρος αυτό μια ταινία. Μου φάνηκε σαν να βλέπω μια καρτ ποστάλ που η μία της πλευρά είναι μια όμορφη παραλία, αλλά η άλλη πλευρά είναι κάτι «τοξικό», που ουσιαστικά την μολύνει. Παρατηρώντας αυτήν την παραλία, άρχισα να γράφω πέντε καρτ ποστάλ. Στο τελικό υλικό, έχω αντλήσει στοιχεία και από άλλες καρτ ποστάλ, που έχω στείλει ή μου έχουν στείλει στη ζωή μου διάφοροι άνθρωποι. Έτσι θεωρώ πως και η διαδικασία των γυρισμάτων αλλά και η συγγραφή έχουν να κάνουν με αυτήν την αναζήτηση της λεπτομέρειας».

Don’t Try This in the Woods (Emma Doxiadi)

«Επιλέξαμε την Πάρνηθα γιατί η βάση μας ήταν στην Αθήνα και θέλαμε να πάμε κάπου σχετικά κοντά, αλλά σε ένα τόπο που έχει μια ιστορία, αλλά  και κάποια σύνδεση με την ιστορία που θέλαμε να πούμε, καθώς έχει περάσει από διαφορετικές φάσεις και κεφάλαια, φωτιές, αναδασώσεις. Η αρχική ιδέα βασίστηκε πάνω σε διαφορετικούς προβληματισμούς μου μέσα από τη δουλειά μου που είναι συντονισμός βιωσιμότητας σε σετ γυρισμάτων, και προφανώς και από τις συνεχείς ειδήσεις κάθε καλοκαίρι γύρω από τα δάση και τις φωτιές. Είχα ακούσει και για τον μύθο του Ερυσίχθονα, για έναν βασιλιά που πηγαίνει να ξυλεύσει ένα ιερό δάσος και η θεά Δήμητρα τον τιμωρεί με  πείνα, με αποτέλεσμα να αρχίσει να τρώει τα πάντα γύρω του, μέχρι και τον ίδιο του τον εαυτό. Ο μύθος ήταν πολύ κοντά στο είδος τρόμου παραμένοντας μοντέρνος, καθώς η ιδέα ενός ανθρώπου που κατασπαράζει το ίδιο του το σώμα, ήταν μια πολύ ξεκάθαρη μεταφορά για αυτό που συμβαίνει στον πλανήτη».