Παρουσίαση Σκηνοθετών, Σάββατο 13/9/2025

Παρουσίαση Σκηνοθετών, Σάββατο 13/9/2025

Κάθε μέρα οι σκηνοθέτες που διαγωνίζονται στο 48ο Φεστιβάλ Δράμας, δίνουν ραντεβού με το κοινό (θεατές, επαγγελματίες της οπτικοακουστικής βιομηχανίας, δημοσιογράφους) για να μιλήσουν για την ταινία τους που έχει προβληθεί το προηγούμενο βράδυ και να απαντήσουν σε ερωτήσεις, στο πιο φρέσκο και πολυαναμενόμενο ραντεβού του Φεστιβάλ. Να τι είπαν στο κοινό του Φεστιβάλ για τη δουλειά τους οι διαγωνιζόμενοι  στη σημερινή παρουσίαση την οποία συντόνισαν ο Γιώργος Αγγελόπουλος (Εθνικό διαγωνιστικό) και ο Βασίλης Τερζόπουλος (Διεθνές διαγωνιστικό).

ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ

Carcass (Μάκης Σέμπος). Παρούσα ήταν και η ηθοποιός της ταινίας Δανάη Ντέμου

«Η ταινία ξεκίνησε ως ιδέα από ένα δίλημμα και την αδυναμία μου να απαντήσω σε αυτό το δίλημμα. Αν κινδύνευε η ζωή ενός δυνητικά επικίνδυνου ή κακοποιητικού ανθρώπου, ενός εχθρού σου, και ήταν στο χέρι σου, θα τον έσωζες; Ταυτόχρονα στην ταινία παρακαλουθώ τη σχέση του ζευγαριού που πρωταγωνιστεί, και την τοξικότητα αυτής της σχέσης, από την οποία βγαίνει και ο δικός τους κακός εαυτός. Ήθελα να μιλήσω για το τέρας απέναντί μας, αλλά και για το τέρας μέσα μας. “Carcass” σημαίνει “ψοφίμι”, “πτώμα”. Ακούω πολλούς ανθρώπους, παρακινημένους από μίσος, να λένε “να ψοφήσει ο τάδε!”. Αλλά το μίσος δεν μας κάνει καλό. Κι εγώ κάνω τέτοιες σκέψεις κάποιες φορές, αλλά θεωρώ πως πρέπει εν τέλει να δείχνουμε κατανόηση. Το μίσος σε διαβρώνει».

Δανάη Ντέμου:  «Κι εγώ συχνά νοιώθω την ανάγκη να παρουσιάζομαι ως αυτόκλητος τιμωρός. Αλλά πιστεύω πως τελικά την κρίσιμη ώρα δεν θα μπορούσα να πω “παράτα τον”. Σίγουρα δεν βοηθά την κατάσταση η έλλειψη δικαιοσύνης. Αν έκανε τη δουλειά της ίσως και να νοιώθαμε διαφορετικά. Στην ταινία δουλέψαμε πολύ κοντά στο σενάριο, αλλά αυτοσχεδιάσαμε σε έναν βαθμό».

Pirateland (Σταύρος Πετρόπουλος). Παρών ήταν και ο παραγωγός Λεωνίδας Κωνστανταράκος

H ταινία, ένα σχόλιο στον υπερτουρισμό, ταξίδεψε πολύ στο εξωτερικό.

«Παρατήρησα πως οι ξένοι γελούσαν πολύ, σε αντίθεση με τους Έλληνες. Καταπιάνομαι με ένα αρκετά ελληνικό θέμα σε ένα ελληνικό landscape, που όμως είναι και ένα διεθνές πρόβλημα –μας έλεγαν στο εξωτερικό πως είναι κάτι που τους απασχολεί πολύ. Oι τουρίστες, στην ταινία, είναι βορειοευρωπαίοι. Είμαι φαν των Σκανδιναβών και της σχολής υποκριτικής που έρχεται από εκεί και ήθελα να την αντιπαραβάλλω με την ελληνική, και να δω πώς θα αντιδρούσαν μεταξύ τους. Αυτήν την καθαρότητα, όπου όλα λειτουργούν σωστά, ήθελα να τα φέρω εδώ. Ναι, οι τουρίστες είναι με έναν τρόπο οι πειρατές του σήμερα. Ως παιδί μεγάλωσα σε ένα υπέροχο νησί, αλλά τουριστικοποιήθηκε τόσο μέσα στα χρόνια, που σβήστηκαν οι παιδικές μου μνήμες. Έψαχνα πάντα ένα αυθεντικό μέρος και το βρήκα σε ένα μικρό νησί στο Αιγαίο, μέχρι που άρχισε να αλλάζει κι αυτό και ένιωσα σε έναν βαθμό υπεύθυνος. Γνώρισα πράγματι κάποιους απογόνους πειρατών οι οποίοι είχαν μιλήσει σε ένα αμερικανικό κανάλι για τον θρυλικό πειρατή προπάππου τους, και κάποια στιγμή, μου είπαν, έρχεται ένα γκρουπ Αμερικανών στο νησί και τους λένε: «Κάνε μας κάτι, το έχεις στο αίμα σου!».

Λεωνίδας Κωνστανταράκος: «Γυρίζοντας την ταινία έπρεπε να κόψουμε πολλά πράγματα για να χωρέσουν στη φόρμα της μικρού μήκους. Έτσι, τώρα σχεδιάζουμε, σε αρχικό στάδιο ανάπτυξης, μία μεγάλου μήκους Pirateland».

Χοῦς εἶ καί εἰς Xοῦν Ἀπελεύσει (Δημήτρης Παπαθανάσης)

«Η ιδέα  μου ήρθε από ένα άρθρο που διάβασα καθ’ οδόν για μια κηδεία. Τον Κοσμά θα μπορούσαμε να τον συναντήσουμε παντού –κι όχι μόνο σε ένα νεκροταφείο. Ένα νεκροταφείο βέβαια είναι ένας ζωντανός χώρος με δικούς  του ρυθμούς και κανόνες. Οι άνθρωποι εκεί βοήθησαν, κι ευτυχώς δεν μας ζήτησαν σενάριο! Σε κάποιες καταστάσεις, που ήταν πολύ συγκινητικές, έπρεπε φυσικά να κάνουμε ένα pause. Αλλά ζήσαμε και κωμικές στιγμές. Ήμασταν όσο πιο διακριτικοί μπορούσαμε.

Έγραψα το σενάριο έχοντας τον Δημήτρη Δρόσο στο μυαλό μου. Το θέμα της ταινίας δεν είναι ο θάνατος αλλά η φιλοδοξία των ανθρώπων, που με ιντριγκάρει και με φοβίζει ταυτόχρονα. Αυτό το «πατάει επί πτωμάτων» της ταινίας, στην Ελλάδα ξεκινάει από το κεφάλι, από πολύ ψηλά και σταδιακά κατεβαίνει και στα άλλα στρώματα. Φαίνεται πως το έχουμε στο dna μας».

100 χρόνια μπροστά (Μιχάλης Γιγιντής). Παρόντες ήταν και οι ηθοποιοί Αντώνης Τσιοτσιόπουλος και Κώστας Φυτίλης

«Ήταν τόσο δυνατή η επιθυμία μας να κάνουμε αυτήν την ταινία που δεν μας απασχόλησε το κατά πόσον μπορεί να καταλάβουν το θέμα οι ξένοι. Αν μπορέσει να ταξιδέψει έξω καλώς, το να την δουν στην Ελλάδα μας ενδιαφέρει βασικά. Όταν γνώρισα τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο μου έστειλε διάφορα κείμενα, ανάμεσά τους ένα θεατρικό μονόπρακτο από την παράσταση «Δε βαριέσαι». Ήταν ένα διαμάντι. Αυτό το μαύρο χιούμορ με τις κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις με τρελαίνει. Με εξιτάρει ο λόγος του Αντώνη και ο τρόπος του να γράφει κείμενα με διανοητικό ενδιαφέρον αλλά την  ίδια στιγμή με μία αλητεία –χωρίς ποτέ να γίνονται χυδαία».

Αντώνης Τσιοτσιόπουλος: «Προσπαθούσαμε πολλά χρόνια να το κάνουμε. Τα καταφέραμε. Είχαμε 2 μέρες και 45 σελίδες. Έγινε από καθαρή καύλα αυτή η ταινία. Ναι, είναι καταδικασμένη να μείνει εδώ, στην Ελλάδα, αλλά αυτό έχει για μένα μια απίστευτη γοητεία. Το θεατρικό είχε ένα άλλο τέλος. Στην ταινία καταλήξαμε στην ιδέα του σινεμά που πωλείται. Αν και δεν ήταν στις προθέσεις μου, νομίζω πως ο ήρωας που ενσαρκώνω βγαίνει πιο συμπαθητικός. Όμως στην πραγματικότητα είναι ένας Πασοκτζής! Στόχος μου ήταν η απομυθοποίηση του ΠΑΣΟΚ –τώρα αν η ταινία λειτούργησε αντίστροφα μην με κατηγορήσετε» (γέλια).

Κώστας Φυτίλης: «Συνεργαζόμαστε εδώ και χρόνια με τον Αντώνη οπότε δουλεύουμε πολύ καλά μαζί. Ο ρόλος ο δικός μου δεν έχει πολύ κείμενο, παίζω κυρίως με τις εκφράσεις. Βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα αυτή τη γέφυρα μεταξύ του ΠΑΣΟΚ και του σήμερα».

ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ

Ηunters in the snow (Mihai Mincan). Mίλησε η μοντέζ Cristina Popa.

«Σε ένα μήνα μετά τα γυρίσματα, η ταινία ήταν έτοιμη.

Έπειτα από μια αποτυχημένη κυνηγετική εξόρμηση, τρεις άντρες αναγκάζονται να αναθεωρήσουν τη φιλία τους. Πιστεύω στη φιλία αλλά θεωρώ ότι πάντα υποβόσκει κάτι –είναι περίπλοκες οι σχέσεις.

Το πρώτο μέρος της ταινίας είναι πιο αργό και πιο συγκινησιακά φορτισμένο. Μοιάζει λίγο με ντοκιμαντερ και με αυτοσχεδιασμό, άρα είναι πιο δύσκολο να μοντάρεις. Προς το τέλος πάλι, ο ρυθμός γίνεται πιο γρήγορος.

Ο σκηνοθετης επέστρεψε στην μικρού μήκους μετά από μία πολύ επιτυχημένη καριέρα στην μεγάλου μήκους και σημαντική παρουσία σε διεθνή φεστιβάλ. Ήθελε να κάνει γρήγορα μια ταινία και να απολαύσει την διαδικασία, χωρίς συμπαραγωγές, χρονοβόρες διαδικασίες κλπ.

Στην Ρουμανία πάντως είχαμε το τελευταίο διάστημα μειώσεις στις χρηματοδοτήσεις γεγονός που έχει επηρεάσει την κινηματογραφία της χώρας».

400 Κασέτες (Θέλγια Πετράκη). Μίλησαν οι ηθοποιοί Παναγιώτα Γιαγλή και Έλλη Γαλούση

«Υπήρξε μια σύνδεση από την πρώτη στιγμή μεταξύ μας. Και πολύς αυτοσχεδιασμός. Έπρεπε να χτίσουμε μία σχέση οπότε επινοήσαμε ένα παρελθόν κι αυτό μας βοήθησε. Στην ταινία βιώνεται μία απώλεια, ένας χωρισμός. Το να σκέφτεσαι ότι μπορεί να χάσεις κάποιον για πάντα στη ζωή σου, μπορεί να είναι πολύ επώδυνο. Δεν ξέρεις ποτέ πως μπορεί να λειτουργήσει αυτό για σένα. Η μία από τις δύο ηρωίδες, που στην ταινία δεν γίνεται απόλυτα σαφές πώς ακριβώς σχετίζονται, θα έρθει αντιμέτωπη με αυτήν την απώλεια. Και θα πρέπει να την διαχειριστεί. Ως προς τις κασέτες, όχι, δεν ήμασταν εξοικειωμένες, ανήκουμε σε άλλη γενιά -αν και σήμερα έχουν γίνει και πάλι της μόδας».

SHORT AND GREEN (από τη συζήτηση με τους δημιουργούς μετά την προβολή της ταινίας τους)

Green (Δημήτρης Ιωσηφίδης Χοκμετίδης)

«Η ταινία ξεκίνησε σαν προσωπικό πρότζεκτ επειδή η μισή μου οικογένεια ασχολείται με την υλοτομία και ήθελα να έρθω σε επαφή με αυτό το στοιχείο. Ο πρωταγωνιστής είναι θείος μου και οι συνάδελφοί του, που βλέπετε στην ταινία, μου ανοίχτηκαν σχετικά εύκολα. Στην πορεία αποφάσισα να μιλήσω και για ένα θέμα που μας απασχολεί όλους κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα, όπου τα δάση καίγονται επανειλημμένα και η κατάσταση έχει καταντήσει να είναι κάτι φυσιολογικό αντί να αντιμετωπίζεται ουσιαστικά το πρόβλημα. Αποφάσισα να προτείνω λοιπόν μια εναλλακτική λύση μέσα από την ταινία μου και να την αναδείξω. Το αγαπημένο μου κομμάτι είναι η αντίθεση της φασαρίας που κάνει το αλυσοπρίονο, με τις ήσυχες στιγμές στο δάσος. Με κάνει να σκέφτομαι ότι αυτό που είναι εδώ τώρα, αύριο μπορεί να μην είναι. Το επόμενο μου πρότζεκτ θα είναι animation και έχει να κάνει με μια σημαία που αποκτά συνείδηση και ταξιδεύει στον κόσμο αλλάζοντας όσο έρχεται σε επαφή με το περιβάλλον, προσδιορίζοντας σιγά σιγά τον πραγματικό της χαρακτήρα».

Darwin’s Darlings (Ildze Terēze Felsberga)

“Η ταινία ξεκίνησε σαν το πορτραίτο ενός βιολόγου που εργαζόταν στους ζωολογικούς κήπους αλλά κατέληξε να ασχολείται περισσότερο με μια θεωρία που ανέπτυξε ο ίδιος. Χρησιμοποιήσαμε μονάχα το 3% του υλικού που τραβήξαμε στην ταινία τελικά. Η θεωρία είναι ότι εμείς οι άνθρωποι αντιδρούμε θετικά απέναντι σε ζώα που έχουν χαρακτηριστικά όπως μεγάλα μάτια, που μας θυμίζουν μικρά παιδιά, ενώ αντιδρούμε αρνητικά σε ψυχρόαιμα πλάσματα με φολίδες, για παράδειγμα, που μας θυμίζουν δράκους. Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι ήταν ότι οι άνθρωποι που επισκέπτονταν τον ζωολογικό κήπο και έβλεπαν αυτή την δεύτερη κατηγορία, έκαναν προβολή των συναισθημάτων τους πάνω στα πλάσματα αυτά, τα οποία προφανώς δεν μπορούσαν να φέρουν αντίλογο. Ενδιαφέρον είχαν επίσης οι γονείς που έφερναν τα παιδιά τους για να τους μάθουν για την φύση, υποδεικνύοντας πολλά από τα ζώα σαν επικίνδυνα ή τρομακτικά, ενώ η πρώτη αντίδραση του παιδιού ήταν καθαρό ενδιαφέρον, δίχως φόβο. Το αγαπημένο μου κομμάτι της ταινίας είναι εκεί που δύο νεαροί συζητάνε κοιτώντας ένα πλάσμα και αναρωτιούνται ποιος είναι τελικά ο λόγος ύπαρξης του και καταλήγουν ότι στην τελική όλοι μας υπάρχουμε για να μας φάει κάτι. Θα συνεχίσω να ασχολούμαι με περιβαλλοντικά θέματα, εξάλλου πάντα ήθελα να ασχοληθώ επιστημονικά με την συμπεριφορά των ζώων. Το επόμενο μου πρότζεκτ έχει να κάνει με το να βυθίζεσαι στα νερά ενός βάλτου στην κυριολεξία αλλά και μεταφορικά παράλληλα”.

We used to be friends (Lena Dandanelle, Caroline Kubut)

“Η έμπνευση μας ήρθε από έναν άνθρωπο που γνωρίσαμε στην πόλη μας, το Φλένσμπουργκ της βόρειας Γερμανίας. Το άτομο αυτό μας είπε ιστορίες σχετικά με τα περιστέρια της πόλης και την σχέση που είχαμε με αυτά στο παρελθόν. Όλα τα χρόνια που τα είχαμε εξημερώσει τα κατέστησαν πλέον ανίκανα να επιβιώσουν από μόνα τους σε φυσικό περιβάλλον. Πολλοί άνθρωποι δεν το γνωρίζουν αυτό και θελήσαμε να το αναδείξουμε στην ταινία μας. Αυτήν την σύνδεση που είχαμε παλιότερα με τα περιστέρια η οποία έχει χαθεί πλέον και τώρα αντιμετωπίζονται σαν κάτι βρώμικο και ενοχλητικό. Στην πραγματικότητα είμαστε τρεις σκηνοθέτιδες. Συνεργαστήκαμε με την Lea Majer, η οποία μάλιστα έγραψε το κείμενο. Δεν έχουμε κάποια συγκεκριμένη ιεραρχία, λειτουργούμε συλλογικά και το έχουμε ξανακάνει αυτό και στο πανεπιστήμιο που είχαμε σκηνοθετήσει και ως πεντάδα, οπότε δεν ήταν δύσκολη η συνεργασία, για εμάς είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό. Η αγαπημένη μας στιγμή είναι εκεί που τα περιστέρια φεύγουν από την οθόνη, και ο αφηγητής ρωτά τον θεατή αν τα έχουμε λησμονήσει τελικά».