Παρουσίαση Σκηνοθετών, Παρασκευή 12/9/2025
Κάθε μέρα οι σκηνοθέτες που διαγωνίζονται στο 48ο Φεστιβάλ Δράμας, δίνουν ραντεβού με το κοινό (θεατές, επαγγελματίες της οπτικοακουστικής βιομηχανίας, δημοσιογράφους) για να μιλήσουν για την ταινία τους που έχει προβληθεί το προηγούμενο βράδυ και να απαντήσουν σε ερωτήσεις, στο πιο φρέσκο και πολυαναμενόμενο ραντεβού του Φεστιβάλ. Να τι είπαν στο κοινό του Φεστιβάλ για τη δουλειά τους οι διαγωνιζόμενοι στη σημερινή παρουσίαση την οποία συντόνισε ο Γιώργος Αγγελόπουλος (Εθνικό διαγωνιστικό).
ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ
Requiem in Salt (Σύλβια Νικολαΐδου, Νικόλας Ιορδάνου)
«Επισκεφθήκαμε οκτώ διαφορετικά σημεία της Ιαπωνίας. Επικοινωνούσαμε επί δύο χρόνια με τον καλλιτέχνη, δημιουργήσαμε μια σχέση και αυτό που έκανε το ντοκιμαντέρ να ξεχωρίσει, ήταν αυτός ο άνθρωπος. Η ταινία μας έχει να κάνει με το θάνατο αλλά και με το να ξαναστηθείς στα πόδια σου και να πας προς το φως. Χρησιμοποιήσαμε ασπρόμαυρο φιλμ, γιατί με το να αφαιρέσεις όλο το χρώμα, συγκεντρώνεσαι σε ένα πιο υπαρξιακό επίπεδο του λευκού και του μαύρου, του θανάτου και της ζωής, του φωτός και του σκοταδιού. Αφαιρώντας το χρώμα, νιώσαμε ότι θέλουμε να κρατήσουμε μόνο την ουσία, κάτι που ταιριάζει πολύ στον Yamamoto. Στην Ιαπωνία πολλά πράγματα δεν τα λένε, αλλά τα νιώθουν εσωτερικά, έτσι και ο Yamamoto μπορεί να μας μίλησε, αλλά τα επιπλέον πράγματα που μας έδωσε, ήταν χωρίς λόγια, μέσα από τις πράξεις του, την υποδοχή και τη φιλοξενία του. Έχει ζήσει το πένθος δυο φορές στη ζωή του και σε κάθε εικαστική εγκατάσταση με το αλάτι, διαλογίζεται, θυμάται τους ανθρώπους που έχασε, κι έτσι το έργο του είναι συμβολικό για το εφήμερο της ζωής, όπως είναι εφήμερο το υλικό του αλατιού».
Fouetté (Δημήτρης Ζούρας). Παρόντες η πρωταγωνίστρια Χριστίνα Χειλά Φαμέλη και ο διευθυντής φωτογραφίας Μιχάλης Γκατζόγιας
«Το σενάριο το έγραψα πάνω στη Χριστίνα», ομολόγησε ο σκηνοθέτης και η πρωταγωνίστρια πρόσθεσε: «Ήταν μια συγκινητική εμπειρία, ο χορός ήταν και για μένα μια πολύ προσωπική σχέση, επέστρεψα σε αυτόν μετά από δέκα χρόνια, μπήκα πάλι στην πειθαρχία και το πρόγραμμα που είχα ξεχάσει. Ο χορός έχει κάτι τραυματικό όταν το ζεις επαγγελματικά, αλλά έχει και κάτι υπέροχο, είναι λίγο μαζοχισμός ο χορός, δηλαδή ματώνουν τα πόδια σου και γουστάρεις, είναι λίγο περίεργο και δεν εξηγείται εύκολα». Ο διευθυντής φωτογραφίας μίλησε για την βασική αναφορά που όπως είπε ήταν «ο μαύρος κύκνος» του Αρονόφσκι που μας ενέπνευσε για το φως και ένα άλλο κομμάτι που μας βοήθησε πολύ ήταν το πώς θα δημιουργήσουμε τη νύχτα, κάνοντάς τη πράσινη. Αναφορά και έμπνευση ήταν ο Ρόμπι Μίλερ, ο φωτιστής του Βιμ Βέντερς αλλά και ο ζωγράφος Κίρχνερ, κι έτσι μέσα από αυτήν την πράσινη παλέτα, δημιουργήσαμε και τη δική μας αισθητική για το πώς θα προσεγγίζαμε τη νύχτα, σε μια προσπάθεια να δουλέψουμε το blocking των ηθοποιών με την τοποθέτησή τους μέσα στο βάθος του κάδρου για να μπορεί να λειτουργεί η σχέση και η δυναμική εξουσίας που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων».
Φούιτ (Αλέξανδρος Χαντζής)
«Στην πρώτη φάση της καραντίνας αποφάσισα να γράψω το πρώτο μου θεατρικό έργο που ήταν η πραγματική ιστορία του θείου μου του Σπύρου, αδελφού της μάνας μου, που έζησε και πέθανε στα Γρεβενά. Ο θείος, χωρίς να ανήκει σε κάποια προφανή ευάλωτη ομάδα, είχε μια γκάμα χαρακτηριστικών που τον έκαναν μια γραφική φιγούρα, έναν αόρατο άνθρωπο, μια σκιά της πόλης που καθώς περπατάει τον δείχνουν με το δάχτυλο και σιγοψιθυρίζουν. Μεταξύ άλλων ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής, με το σπίτι του να είναι απέναντι από το γήπεδο. Παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του ανύπαντρος, διαμένοντας με τη μητέρα του. Οι ζωές τους επηρεάστηκαν πολύ από το σεισμό του 95, που είχε ως αποτέλεσμα το γκρέμισμα του σπιτιού τους και το χτίσιμο στη θέση του μιας πολυκατοικίας με ένα αναψυκτήριο στο ισόγειο. Ήθελα να πω την ιστορία του που είναι και ιστορία συνανθρώπων μου. Σε αυτό το θεατρικό που βραβεύτηκε στα κρατικά, βασίστηκα για αυτήν την μικρού μήκους »
Γοργόνες (Λήδα Βαρτζιώτη και Δημήτρης Τσακαλέας). Παρούσα και η ηθοποιός Δανάη Μικέδη Προδρόμου
«Η ιδέα ξεκίνησε όταν συνειδητοποιήσαμε ότι είμαστε σε δύο παρέες με πολλά κοινά, όπου εναλλασσόμασταν. Η ανάγκη που μας προέκυψε ήταν να δημιουργήσουμε μια πιο ρομαντική αφήγηση αυτής της συνθήκης. Το κύριο πράγμα που κάνουμε, πέρα από το να κάνουμε σινεμά, είναι να είμαστε έξω με τους φίλους μας και να σχολιάζουμε τις ερωτικές μας σχέσεις. Από εκεί ξεκίνησε και η ταινία. Η επιλογή της γοργόνας θα μπορούσε να είναι μια μεταφορά στην trans κοινότητα που αναφέρεται με αυτό το όνομα στον εαυτό της. Ένα μυθικό πλάσμα χωρίς φύλο. Θέλαμε να παίξουμε με αυτήν την γραμμή μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού. Όσο αναπτύσσαμε την ταινία και γνωρίζαμε καλύτερα τον κόσμο και τους συντελεστές, νιώσαμε πως αυτά τα δέκα άτομα που ενσάρκωσαν τους χαρακτήρες, έφεραν πάρα πολλά στοιχεία στο σενάριο. Θέλουμε οι απεικονίσεις μας να μην συνδέονται μόνο με θέματα δυσκολίας, μιζέριας, κακοποίησης, βίας. Και αν θέλουμε να αφήσουμε κάτι σαν παρακαταθήκη, είναι να έχουμε μια αφήγηση που μπορεί να έχει αυτήν την δυσκολία, αλλά να έχει και το φως».
ΝΙΚΗ (Σάββας Σταύρου)
«Το σενάριο της ταινίας, που μιλάει για αυτήν την μαγική στόφα που έχει κάποιος, όταν προτάθηκε σε μια αρκετά διάσημη ποπ τραγουδίστρια, την φόβισε τόσο, που αρνήθηκε. Η ταινία έπρεπε να γυριστεί σε μια ημέρα, με δυο ηθοποιούς κι ένα location. Γυρίστηκε σαν μονοπλάνο, αλλά μετά από λίγο καιρό σμίξαμε στο μοντάζ τα πλάνα που θέλαμε να κρατήσουμε. Τα cuts προσφέρουν μιαν ανακούφιση στον θεατή. Σαν να τελειώνει ένα κεφάλαιο και πας σε κάτι άλλο. Με το να μην κάνεις cut, εντάσσεις τον θεατή στο βάθος του θέματος και των χαρακτήρων. Αυτό ήθελα να κάνω, καθώς η πρωταγωνίστρια μοιάζει να χάνει λίγο το μυαλό της, δεν θέλει να δει την αλήθεια και δεν την καταδέχεται».
Αυτός που Κάποτε Υπήρχε (Κωστής Θεοδοσόπουλος). Παρών και ο πρωταγωνιστής και συνσεναριογράφος Άρης Μπαλής
«Η ιδέα ξεκίνησε από την αληθινή εμπειρία ενός φίλου μας που πήγε να δώσει αίμα για τον άρρωστο πατέρα του και έπρεπε να υπογράψει ένα χαρτί στο οποίο χρειαζόταν να συμφωνήσει ότι δεν είχε συνάψει ομοφυλοφιλική σχέση μετά το 87. Αρχίσαμε να το συζητάμε πολύ, να εξερευνούμε διαφορετικές διαδρομές και καταλήξαμε ότι θέλουμε να πούμε μια ιστορία με μια μεταφυσική τροπή και εκεί ήρθε η σύνθεση μιας βαμπιρικής ιστορίας. Κάναμε μια ταινία είδους αλλά οι αναφορές μας ήταν διαφορετικές. Στο μυαλό μου είχα αρκετά συχνά τις μικρές ιστορίες του Πόε, που έχουν ένταση και σβήνουν σαν πυροτέχνημα. Προσπαθήσαμε η ταινία να παίζει με την ταυτότητα, τη δυαδικότητα και πως οι δυο πρωταγωνιστές είναι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Ο ένας λέει την ιστορία του άλλου, ωστόσο αυτό διαπλέκεται συχνά. Πρόκειται για μια ιστορία έρωτα, αλλά και για μια ιστορία ταυτότητας».
Ο Άρης Μπαλής επεσήμανε την ιδιαιτερότητα του προνομίου που είχε ως ηθοποιός στη συγγραφή του σεναρίου. «Για τον ρόλο μου, ως ηθοποιό, προσπαθώ πάντα να φτιάχνω ένα μυθιστόρημα, είναι αυτό που με γοητεύει. Η λογοτεχνία έχει κάτι που απελευθερώνει τη φαντασία και το συναίσθημα με έναν τρόπο πολύ ιδιαίτερο, κάτι που με βοηθάει στη διαδικασία του γυρίσματος. Ως εκ τούτου η ροή του γυρίσματος ήταν πολύ απελευθερωτική και μια υπέροχη εμπειρία. Όσον αφορά τα βαμπίρ θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ένας εαυτός που επιθυμούμε αλλά παραμένει σε μια κρυφή συνθήκη, σε ένα σκοτάδι και όλο αυτό μας ταίριαξε σε πολλά επίπεδα».
Οι Λύκοι Επιστρέφουν (Στέλιος Μωραιτίδης)
«Η ταινία βασίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη στη Σιβηρία το 2020 όπου ένα συνεργείο προσπαθώντας να στρώσει έναν παγωμένο δρόμο, πήρε χώμα από ένα σημείο όπου υπήρχε ένας ομαδικός τάφος, χωρίς να το γνωρίζει, και γέμισε ο δρόμος με κόκαλα. Το είχα διαβάσει, είχα δει κάποιες εικόνες και το γεγονός με είχε στοιχειώσει σαν σκηνικό με όλους τους συμβολισμούς που φέρουν αυτές οι εικόνες. Στην Ελλάδα έχουμε πολλούς ομαδικούς τάφους που δεν έχουν ανοίξει, κάποιους που ξέρουμε και κάποιους άγνωστους που δεν ξέρουμε πως υπάρχουν. Κάτι παρόμοιο συνέβη πριν μερικούς μήνες στη Θεσσαλονίκη όπου κάνοντας έργα κοντά στο Γεντί Κουλέ, βρήκαν έναν ομαδικό τάφο με 40 νεκρούς από εκτελέσεις ανταρτών του εμφυλίου, το Υπουργείο Πολιτισμού ανέφερε πως από τη στιγμή που δεν ήταν αρχαία λείψανα μπορεί να συνεχιστεί το έργο, αλλά ευτυχώς παρενέβη ο Δήμος Συκεών σε συνεργασία με το ΚΚΕ και ανέδειξαν το εύρημα. Γίνεται ήδη μια προσπάθεια ταυτοποίησης των νεκρών. Στην ταινία με ενδιαφέρει να κάνω ένα σχόλιο για τη σύγχρονη Ελλάδα αλλά κυρίως πώς στεκόμαστε απέναντι στην ιστορία παρελθόντος και παρόντος, πως διαμορφώνεται η συλλογική μας μνήμη».
Ο Άρρωστος 1789 (Ειρήνη Καραγκιοζίδου)
«Υπήρχε η ιστορία της αρρώστιας του πατέρα μου που πέθανε. Δεν είχα σκοπό να κάνω ταινία για εκείνον, ούτε να γίνω σκηνοθέτης. Ως άρρωστος είχε επιλέξει να πεθάνει, παρόλο που ξέρουμε πως οι άρρωστοι παλεύουν για να ζήσουν. Αλλά για να γίνει το έργο της ζωής του έργο τέχνης, δηλαδή για να διατηρηθεί η αύρα του ανθρώπου και να μην χαθεί, η οικογένειά του, καλείται να αφήσει κάτι είτε για τους επόμενους ή για τους ίδιους. Τα αντικείμενα που συγκεντρώνουμε γύρω από τον άρρωστο πατέρα, είναι τα τοπόσημα της ζωής του, σαν μια ανάθεση στον καλλιτέχνη να φτιάξει κάτι και μια ανάθεση σε έναν άρρωστο να ζήσει, ακόμα κι αν πρόκειται να πεθάνει. Κι αυτό γίνεται μέσα από τα αντικείμενα της ζωής του, που θα διατηρήσουν τη μνήμη του».
Δώσε μου 5 Λεπτά (Μαρθίλια Σβάρνα). Ήταν παρούσα και η πρωταγωνίστρια Ελεάνα Στραβοδήμου.
«Περνάω πάρα πολλές ώρες στο αμάξι μου, όπως πολύς κόσμος. Κάποια στιγμή στην Μεσογείων είδα μια περιποιημένη κυρία, μαυροντυμένη, να καπνίζει με χάρη μπροστά από έναν τοίχο, αρκετά κουρασμένη. Ο χαρακτήρας της πρωταγωνίστριας περιφέρεται γύρω από έναν νεκρό άνδρα, που το περιβάλλον του της επιβάλλει μια σειρά από ρόλους και τίτλους τελειότητας ενώ εκείνη δεν είναι καθόλου κάτι τέτοιο. Και αφού ο σύζυγος πέθανε, η ίδια αναρωτιέται μήπως ήρθε η ώρα λίγο να ξεκουραστεί από όλη την αφόρητη πίεση που της επέβαλαν οι άλλοι, αλλά και η ίδια στον εαυτό της». Η πρωταγωνίστρια ανέφερε : «Στον χαρακτήρα είδα τον εαυτό μου, την διακοπτόμενη σκέψη μου, με είδα να απολογούμαι σε άπειρους ανθρώπους που έχω απολογηθεί, με είδα να παλεύω με όλες τις ταυτότητες και τα πρέπει με τα οποία έχω παλέψει από την παιδική μου ηλικία, όπως όλοι».
Το Τίποτα και τα Πάντα (Λία Τσάλτα)
«Από την αρχή ήθελα να μην είναι ξεκάθαρη η σχέση των δύο γυναικών. Ήθελα να είναι πιο συμπλεγματικές, όπως είναι και στην πραγματικότητα. Προσπαθήσαμε να δουλέψουμε το θέμα σαν ένα παιχνίδι θανάτου. Και μεταξύ των δυο ηρωίδων να υπάρχει ακόμα και μια διαφορά ηλικίας που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει ακριβώς αυτό. Να μπορεί να ειδωθεί και σαν μια σχέση μάνας – κόρης, αλλά και σαν μια ομοερωτική σχέση. Η αρχική ιδέα ήταν να δημιουργηθεί μια εικόνα γυναίκας που γίνεται φως. Η ύπαρξη του σκύλου συμβολίζει ίσως έναν παρατηρητή. Ίσως όμως περισσότερο ένα σύμβολο από την κατάθλιψη της απώλειας. Η ταινία είναι μια κατάφαση απέναντι στο θάνατο και στη συνειδητοποίηση ότι όλοι πεθαίνουμε ».
Noi (Νεριτάν Ζιντζιρία)
«Ο αρχικός τίτλος ήταν «εξημέρωση», αλλά όταν η ταινία πήρε ένα πρώτο σχήμα, ο συγκεκριμένος τίτλος φαινόταν περιοριστικός. Ήθελα κάτι που να συνδέεται με την ντοπιολαλιά και τη γλώσσα των ανθρώπων. Η ταινία γυρίστηκε στο Μέτσοβο κι έχει να κάνει με τη βλάχικη κοινότητα. “Noi” σημαίνει εμείς, ο κόσμος μας, αλλά επειδή η λέξη είναι ένρινη, ακούγεται σαν ήχος αλόγου. Η φύση μαζί με τα ζώα είναι το κυρίαρχο στοιχείο του κόσμου. Ήθελα να εστιάσω σε έναν κόσμο όπου τα άλογα ορίζουν τον ανθρώπινο παράγοντα. Η ανθρώπινη ευαισθησία εξαρτάται από τα ζώα. Κυρίως όχι τόσο από τη σχέση μας με εκείνα, όσο από τα έμφυτα χαρακτηριστικά, τις ορμές των ζώων όσον αφορά τη συνύπαρξή τους. Σε όλη μου τη φιλμογραφία κάποιες φορές δεν είναι πρωταγωνιστές οι ηθοποιοί, αλλά η φύση με έναν άχρονο κώδικα, που χαρακτηρίζεται ωστόσο από την ανθρώπινη παρέμβαση. Όλη η ταινία που έγινε με ανθρώπους της κοινότητας, πλην των δυο γονιών, γεννήθηκε σε ένα όνειρο που είχα, ξεκίνησε από τον τόπο, που είναι το Μέτσοβο όπου υπάρχουν διακόσια ελεύθερα άλογα. Σε κάθε ταινία έχω κάποιες αφορμές, κάποια στοιχεία τοτέμ, έτσι η ταινία εμπνεύστηκε από την προφορική παράδοση και τις ιστορίες που διατρέχουν τον χρόνο αρχετυπικά».