Αίθρια Λογοτεχνικά Απογεύματα – Δημοσθένης Παπαμάρκος

Αίθρια Λογοτεχνικά Απογεύματα - Δημοσθένης Παπαμάρκος

«Η πρώτη μου επαφή με την τέχνη της αφήγησης ήταν μέσα από τις προφορικές ιστορίες», αποκάλυψε ο συγγραφέας Δημοσθένης Παπαμάρκος μιλώντας το απόγευμα της Τετάρτης καλεσμένος του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Αίθρια Λογοτεχνικά Απογεύματα που πραγματοποιούνται στον Θερινό Κινηματογράφο «Αλέξανδρος». Τον δημοφιλή λογοτέχνη του «Γκιακ», που αναφέρθηκε στην εσωτερική διαδρομή της συγγραφής, από την έμπνευση και την έρευνα, μέχρι τη μεθοδολογία, τη δομή, τους χαρακτήρες και τη γλώσσα μιας ιστορίας, παρουσίασε στο κοινό ο ποιητής Κυριάκος Συφιλτζόγλου. Επεσήμανε πως ο Παπαμάρκος, «είναι ένας καλλιτέχνης πολύ σοβαρός, με την έννοια ότι με ό, τι καταπιάνεται, είτε διήγημα, είτε σενάριο, είτε θέατρο, είτε κινηματογράφο, είτε κόμικ, είτε graphic novel, αυτό που καταθέτει κάθε φορά είναι πάρα πολύ ουσιώδες κι ο ίδιος έχει κερδίσει τον σεβασμό όλων, παλαιότερων και νεώτερων ομοτέχνων του».

Στην έναρξη της εκδήλωσης η ηθοποιός Μαρία Καλλιμάνη διάβασε ένα διήγημα του καλεσμένου συγγραφέα ο οποίος δεν δίστασε να ομολογήσει πως βασικός οδηγός σε ό, τι γράφει είναι η απόλαυση. «Πρόκειται για την διασκέδαση της αφήγησης καθώς για μένα η λογοτεχνία είναι απόλαυση», σημείωσε.

Εισχωρώντας στα ενδότερα της τέχνης του, πρόσθεσε πως στο  μοτίβο αφήγησης προσπάθησε να μιμηθεί «τον τρόπο που αφηγούμαστε στην πραγματική ζωή έχοντας ένα ολόκληρο σύμπαν αναφοράς, που είναι το χωριό μου, η Μαλεσίνα Φθιώτιδας και οι παππούδες μου. Δηλαδή ο τρόπος που εκφράζεται το συναίσθημα και που βλέπουμε τον κόσμο, να γίνεται με όσο το δυνατόν λιγότερα φίλτρα. Πάντα αναζητούσα πιο αρχαϊκούς ανθρωπότυπους», διευκρίνισε.

Ο κόσμος του λογοτεχνικού του έργου εξήγησε πως αντλεί επίσης έμπνευση από την προσωπική του εμμονή με την ανάγνωση ήδη από μικρή ηλικία, θέματα από την ιστορία που στη συνέχεια σπούδασε, καθώς και το σινεμά. Και δεν δίστασε να επαναλάβει πως τα πρώτα του διηγήματα, αντλούν θεματικές από τον κόσμο του χωριού του και προέρχονται από ιστορίες παιδιών ή  πράγματα που ο ίδιος φαντάστηκε.

«Ξεκίνησα να γράφω όχι με δική μου πρωτοβουλία, αλλά με παρακίνησε ο πατέρας μου όταν ακόμα ήμουν στο δημοτικό», με το δέλεαρ του δώρου ενός ζευγαριού γυαλιών ηλίου. Στη συνέχεια όπως έκανε γνωστό, αυτό γινόταν σε συστηματική βάση επί πληρωμή και μάλιστα ανά σελίδα, με αποτέλεσμα ο μικρός Δημοσθένης να συνειδητοποιεί με τον καιρό ότι κάτι τέτοιο αρχίζει να του αρέσει. «Έτσι φτάνω και κάνω το επάγγελμά μου χόμπι!», ομολογεί και δεν κρύβει πως ως παιδί η διασκέδασή του ήταν το διάβασμα.

Τα δυο πρώτα μυθιστορήματά του ο Παπαμάρκος, όπως υπενθύμισε ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου, τα γράφει ενώ ήταν ακόμη ανήλικος. Ακολουθούν τα διηγήματα της «ΜεταΠοίησης»,  που προετοιμάζουν το έδαφος για το «Γκιακ», η επενέργεια του οποίου είναι έως σήμερα αμείωτη. Ακολουθεί ο «Ερωτόκριτος» σε graphic novel, η στοχαστική «Εξημέρωση», τα κόμικ «Γυμνά Οστά», η συνεργασία με τον Γιάννη Οικονομίδη στο σενάριο της  ταινίας «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», το λιμπρέτο στην Ειρήνη του Αριστοφάνη.

Ο συγγραφέας γοητεύεται νωρίς από τις ιστορίες που ακούει από τον παππού του για το βίο του δικού του πατέρα, στρατιώτη στους Βαλκανικούς, ο οποίος επιστρέφει από τους τελευταίους στο χωριό κι ενώ έχουν προηγηθεί οι συμπολεμιστές του. Όταν φτάνει μετά από αμέτρητα χιλιόμετρα, πεζός και κατάκοπος στο σπίτι του, από το Μοναστήρι της Βόρειας Μακεδονίας, με γένια και μαλλιά να αλλοιώνουν τα χαρακτηριστικά του, δεν τον αναγνωρίζει ούτε η ίδια του η γυναίκα. «Αυτή η ιστορία πάντα με συγκλόνιζε χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω. Σκέφτηκα ότι αυτό θέλω να το κάνω μια ιστορία. Λίγο αργότερα βλέπω την ταινία «Τα παπούτσια του νεκρού», που είναι η ιστορία ενός στρατιώτη που επιστρέφει κι εκδικείται για την κακοποίηση του αδελφού του που έχει μείνει πίσω»

Ασχολείται με τη φόρμα του δεκαπεντασύλλαβου, πειραματιζόμενος για το κατά πόσο αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί σήμερα για να πει κάποιος μια σύγχρονη ιστορία. Τον ενδιαφέρουν ο τρόπος που εκφράζεται το συναίσθημα, και το πώς βλέπουμε τον κόσμο να γίνεται αφηγηματικά με όσο το δυνατόν λιγότερα φίλτρα. «Πάντα αναζητούσα πιο αρχαϊκούς ανθρωπότυπους», αποκαλύπτει.

Την ίδια ώρα δεν κρύβει την έλξη που του ασκούν θέματα που έχουν να κάνουν με τις αποκρυφιστικές παραδόσεις. «Έτσι ξεκινώ να γράφω μια ιστορία τρόμου, μια ιστορία για ζόμπι σε δεκαπεντασύλλαβο. Πάντα με καταδίωκαν οι ιστορίες των νεκρών», επιμένει.

Δεν διστάζει να αποκαλύψει πως ενώ βρισκόταν για σπουδές ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και ξεσπά η οικονομική κρίση, ο ίδιος περνά «μια βαθιά ταυτοτική κρίση, καθώς ως Έλληνες καλούμαστε να απολογηθούμε για το τι γίνεται στη χώρα μας, κάτι που με κλόνισε βαθιά. Έτσι αναζήτησα απάντηση στο ερώτημα τι σημαίνει να είσαι Έλληνας και από ένα συγκεκριμένο χωριό όπως εγώ. Σε αυτό το σημείο είναι που μπαίνει το τραύμα ως εμπειρία και καταλύτης μεταμόρφωσης, κάτι που  μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευα ότι έχει ξεπεραστεί. Έτσι με αυτόν τον τρόπο επέστρεψα στον κόσμο των προσωπικών αφηγήσεων με τις οποίες μεγάλωσα».