Αίθρια Λογοτεχνικά Απογεύματα – Χρήστος Οικονόμου
«Η σημασία ενός έργου φαίνεται από το εάν είναι γόνιμο. Εάν θα διαβάσεις ένα κείμενο ή εάν θα δεις μια ταινία και σε παροτρύνει να δημιουργήσεις κάτι δικό σου. Δεν εννοώ να δημιουργήσεις κάτι δικό σου, να πας να γράψεις εσύ ένα βιβλίο ή να φτιάξεις μια ταινία. [Εννοώ] Να δημιουργήσεις ένα δικό σου βίωμα, μια δική σου εμπειρία, μια δική σου εικόνα, μια δική σου σκέψη», δήλωσε ο διηγηματογράφος Χρήστος Οικονόμου στην εκδήλωση «Από το διήγημα στην ταινία μικρού μήκους» μέρος της σειράς Αίθρια Λογοτεχνικά Απογεύματα του Φεστιβάλ που έγινε στο κινηματογράφο Αλέξανδρο το απόγευμα της Παρασκευής. Η εκδήλωση μπορεί να μην ήταν έργο, αλλά η σημασία της διαφάνηκε μάλλον ξεκάθαρα στο κοινό που έφυγε από εκεί με πληθώρα πραγμάτων για να σκεφτεί και με έμπνευση για να δημιουργήσει όπως λίγα περιθώρια άφηνε για το αντίθετο ο πύρινος λόγος του Οικονόμου καθώς μιλούσε για την τέχνη.
Στον χαιρετισμό της, η Αντιγόνη Παπαντώνη, επικεφαλής του Short Film Hub στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιούνται τα Αίθρια Λογοτεχνικά Απογεύματα, δήλωσε πως η πρόθεση της διοργάνωσης είναι να δοθεί έμπνευση στου νέους δημιουργούς να ανατρέχουν στη λογοτεχνία αναφορικά με τη συγγραφή των σεναρίων τους.
Πέρα από τον συγγραφέα, στην εκδήλωση συμμετείχαν η επιμελήτρια εκδόσεων Ευδοξία Μπινοπούλου που συντόνισε τον διάλογο, ο ηθοποιός Δημήτρης Καπουράνης και ο σκηνοθέτης Δημήτρης Ζάχος.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με την ανάγνωση του διηγήματος του Οικονόμου «Πιγκουίνοι έξω απ’ το λογιστήριο» (από τη συλλογή Κάτι θα γίνει, θα δεις, 2012 ) από τον Δημήτρη Καπουράνη. Ο ηθοποιός πριν ξεκινήσει εξέφρασε την ευγνωμοσύνη για τη συμμετοχή του και τα διηγήματα του Οικονόμου που όπως ανέφερε τον συντρόφευσαν για καιρό στις σπουδές του. Μέσα από την εκπαιδευμένη φωνή του ηθοποιού ξεπήδησαν οι εικόνες του διηγήματος σαν να προβάλλονταν στο πανί της οθόνης. Υπήρχε μια σπουδαία πρώτη ύλη για να γίνει αυτό: «Στη λογοτεχνία πάνω από όλα είναι οι λέξεις. Αυτό έχεις. Και είναι μεγάλη πρόκληση γιατί η γλώσσα το πιο κοινό “εργαλείο” είναι και το πιο χρησιμοποιημένο. Άρα κάθε φορά προσπαθείς να την αναζωογονήσεις τη γλώσσα, να τη ξαναζωντανέψεις ώστε να της δώσεις ένα νέο νόημα […] Στη λογοτεχνία την εικόνα θα την πλάσεις μόνο με τις λέξεις, δεν έχεις άλλον τρόπο» θα ανέφερε ο Οικονόμου λίγο μετά στην εκδήλωση.
Μετά την ανάγνωση, τον λόγο πήρε η Ευδοξία Μπινοπούλου η οποία έχει αναπτύξει ερευνητικό έργο για τη μεταφορά του έργου του Οικονόμου σε ταινίες μικρού μήκους. Σύστησε στο κοινό τον Οικονόμου, αναφέροντας μεταξύ άλλων από το βιογραφικό του ότι έχουν μεταφερθεί συνολικά πέντε διηγήματά του σε ταινίες μικρού μήκους: το «Πιγκουίνοι έξω απ’ το λογιστήριο« ως «Πιγκουίνοι» με σκηνοθέτη τον Δημήτρη Ζάχο το 2012, το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» επίσης του 2012 με σκηνοθέτη τον Θάνο Ψυχογιό, το «Δέσιμο των σωμάτων» με τίτλο «Το νόημα του Αυγούστο» το 2020 από τον Μάνο Παπαδάκη, το «Πίπολ αρ στρέιντζ» ως “People are strange” το 2018 από τον Στέφανο Οικονομίδη και ο «Μολυβένιος Στρατιώτης» τα γυρίσματα του οποίου ολοκληρώθηκαν πρόσφατα. Για τη μεταφορά από τη λογοτεχνία στον κινηματογράφο ο Οικονόμου σχολίασε ενδεικτικά: «Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο, δηλαδή πώς θα μπορέσεις να πάρεις τη δύναμη ενός λογοτεχνικού κειμένου, ενός διηγήματος για παράδειγμα και πώς θα καταφέρεις τη δύναμη αυτή να τη μεταφέρεις, να την αποδώσεις με διαφορετικό τρόπο από ότι θα το έκανες με τις λέξεις […] Το ουσιαστικό είναι να ακούσεις πού χτυπάει η καρδιά του κειμένου. Για να μπορέσεις αυτόν τον χτύπο να τον μεταφέρεις στο σινεμά».
Η Μπινοπούλου στη συνέχεια έντυσε τη συζήτηση με θεωρητικά στοιχεία για να επιτευχθεί μέσα στο διάλογο η προσέγγιση της μικρή φόρμας τόσο του διηγήματος στη λογοτεχνία όσο και της ταινίας μικρού μήκους στον κινηματογράφο. Συγκεκριμένα για το διήγημα, παρέθεσε λόγια του Οικονόμου από παλιότερη συνέντευξη: «Η αξιολογική σύγκριση μεταξύ διηγήματος και μυθιστορήματος είναι μια από τις πλέον διαδεδομένες παρανοήσεις στον χώρο της λογοτεχνίας. […] Κάθε λογοτεχνικό είδος εξυπηρετεί διαφορετικές αισθητικές επιδιώξεις, έχει τους δικούς του κώδικες, τις δικές του ιδιαιτερότητες και τις δικές του απαιτήσεις. Για παράδειγμα, το μυθιστόρημα απαιτεί υψηλή συνθετική ικανότητα, ενώ το διήγημα προϋποθέτει άρτια αίσθηση του ρυθμού. Διαφορετική, επίσης, είναι και η αντίληψη του χρόνου – το διήγημα έχει να κάνει περισσότερο με τη στιγμή ή τις στιγμές, ενώ το μυθιστόρημα με τη διάρκεια. […] Όπως δεν μπορεί να συγκρίνει κανείς ένα βουνό με μια λίμνη, παρότι αμφότερα είναι γεωλογικοί σχηματισμοί, έτσι δεν μπορεί να συγκρίνει ένα διήγημα με ένα μυθιστόρημα. Πρόκειται για ομοειδή αλλά διαφορετικά, μη συγκρίσιμα πράγματα.»
Χτίζοντας στην αδυναμία αξιολογικής σύγκρισης μεταξύ μυθιστορήματος και διηγήματος που έχει εκφράσει ο συγγραφέας, η Μπινοπούλου έφερε στο προσκήνιο τη σύνδεση μεταξύ διηγήματος και ταινίας μικρού μήκους, δανειζόμενη τα περίφημα λόγια του Αχιλλέα Κυριακίδη από το προλογικό του σημείωμα για την προβολή της ταινίας «Αλληλουχία των κήπων», βασισμένης στο ομότιτλο διήγημα του Χούλιο Κορτάσαρ: «[…]η τυχόν ενασχόληση σήμερα ενός, ας τον πω, “καθιερωμένου” σκηνοθέτη με μια ταινία μικρού μήκους δεν θα συνιστούσε σύμπτωμα παλιμπαιδισμού, αλλά ένα πολύ ενδιαφέρον, πολύ ώριμο και εξόχως τολμηρό εγχείρημα. […] Η διαπίστωση αυτή μας οδηγεί σε μια άλλη: ότι η σχέση ταινίας μικρού μήκους και ταινίας μεγάλου μήκους παρουσιάζει πολλές αναλογίες με τη σχέση διηγήματος και μυθιστορήματος. Όπως δηλαδή και στην τέχνη του λόγου, έτσι και στον κινηματογράφο, το διήγημα δεν είναι ένα μυθιστόρημα υπανάπτυκτο ή υπό ανάπτυξιν ή με προβλήματα ανάπτυξης, αλλά ένα αυτόνομο είδος γραφής, με τους δικούς του κανόνες, τους δικούς του νόμους, τους δικούς του κώδικες, τη δική του οικονομία και, βέβαια, τη δική του αισθητική νομοτέλεια.»
Απαντώντας στις ερωτήσεις της Μπινοπούλου, ο Χρήστος Οικονόμου υπήρξε αποκαλυπτικός. Είπε: «Το διήγημα είναι σαν αστραπή. Το διήγημα κάνει αυτό που κάνει μια αστραπή. Η αστραπή φωτίζει για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου το τοπίο και μετά επανέρχεται το σκοτάδι. Κάτι παρόμοιο κάνει το διήγημα. Έρχεται με αυτήν την τεράστια δύναμη, την ένταση, φωτίζει κάτι για την ανθρώπινη ζωή, για πράγματα, και μετά το φως σβήνει ξανά». Και με παρόμοιο τρόπο «άστραψε» για το κοινό: με παθιασμένο λόγο που έρρεε, με έντονες χειρονομίες που επέτειναν τον λόγο σαν να αναζητούσαν να βρεθεί απαραιτήτως εκείνη τη στιγμή το χαρτί κάτω από τα δάχτυλα, με προοδευτική διακύμανση στον τόνο της φωνής που μαρτυρούσε πώς σε άλλες συνθήκες, σε άλλον τόπο και χρόνο, η δύναμη αυτής της ροής μεγαλώνει σαν ποτάμι και ξεχύνεται στις σελίδες.
Για την αντιστοίχιση της συγγραφής του διηγήματος με την παραγωγή μικρού μήκους ταινίας σχολίασε: «Πρέπει κάθε φορά να αποφασίζεις τι θα βάλεις σε μια ιστορία, τι θα αφήσεις απέξω και από αυτά που θα βάλεις, πώς να τα ιεραρχήσεις ώστε να προκαλέσεις τον αντίκτυπο στον άνθρωπο που διαβάζει την ιστορία. Αυτά ακούγονται θεωρητικά και εύκολα, αλλά όταν γράφεις πρέπει να πάρεις δύσκολες αποφάσεις. Νομίζω αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση του διηγήματος […] Νομίζω το ίδιο πράγμα ισχύει και για τον χώρο του σινεμά. Κάποια πράγματα μπορεί να σου αρέσουν, κάποια πλάνα, κάποιες σκηνές, κάποιες σεκάνς, μπορεί να σου αρέσουν πάρα πολύ, αλλά κάποια στιγμή να διαπιστώσεις ότι δεν χωράνε στην ταινία, δεν ταιριάζουν στην ταινία. […] Δύσκολη απόφαση, το καταλαβαίνω, επώδυνη, οδυνηρή. Οι συγγραφείς είναι αδίστακτα πρόσωπα και νομίζω κάθε άνθρωπος που πονάει αυτό που κάνει είναι αδίστακτος. Πάνω από όλα τον ενδιαφέρει το έργο».
Η εκδήλωσε ολοκληρώθηκε με την προβολή της ταινίας «Πιγκουίνοι» που βασίστηκε στο διήγημα με το οποίο είχαμε ξεκινήσει. Επιπλέον προνόμιο για το κοινό ήταν η παρουσία του σκηνοθέτη της ταινίας, Δημήτρη Ζάχου, ο οποίος την προλόγισε παραθέτοντας ονομαστικά τους συντελεστές και παρουσιάζοντας την οπτική του ως κινηματογραφιστή όταν πλησίασε το λογοτεχνικό κείμενο και το πώς οδηγήθηκε να συνθέσει του «Πιγκουίνους». Ενδεικτικά, ο Ζάχος εξήγησε «Και εγώ πιστεύω ότι και στο σινεμά η σιωπή–άσχετα από το ντεκουπάζ, άσχετα από το πού θα σταθεί η κάμερα σε σχέση με τους ήρωες και τι θα φιλμάρει–είναι πιο εκφραστική από τον λόγο. Και σε εμάς αυτό που λειτούργησε πάρα πολύ ήταν οι στιγμές που έκλεισα τα μάτια και με αφορμή τις πληροφορίες, με αφορμή τα συναισθήματα, με αφορμή τον κόσμο του κεντρικού χαρακτήρα του διηγήματος, προσπάθησα να φανταστώ, να ανιχνεύσω τη δική μου ματιά σε αυτόν τον κόσμο, σε αυτόν τον χαρακτήρα, το πώς κινείται, πώς ζει, σε ποια γειτονιά της Θεσσαλονίκης που γυρίστηκε η ταινία θα μπορούσε να είναι το σπίτι του, πώς φαντάζομαι τις σχέσεις». Πράγματι όσον αφορά την αξία της σιωπής, ο Οικονόμου νωρίτερα είχε αναφέρει «Όταν λες ότι “το διήγημα είναι η τέχνη του υπαινιγμού” δεν είναι τρικ, δεν είναι τέχνασμα. Αυτό μιλάει βαθιά μέσα στον άνθρωπο. Διότι φαντάζομαι όλοι μας τους βαθύτερους φόβους μας και τις βαθύτερες ελπίδες μας, μέχρι ενός σημείου μπορούμε να τα πούμε με λέξεις. Από εκεί και έπειτα υπάρχουν πράγματα που δεν χωράνε σε λέξεις. Αυτό έρχεται και κάνει το διήγημα. Για αυτό λέω ότι είναι η τέχνη του υπαινιγμού. Σε ένα διήγημα αφήνεις χώρο στη σιωπή να μιλήσει. Αυτό μπορεί να έχει τεράστιο αντίκτυπο».
Κλείνοντας την τοποθέτησή του, ο Ζάχος δήλωσε ότι η φετινή προβολή των «Πιγκουίνων» είναι ένας φόρος τιμής στη μνήμη του ηθοποιού Θανάση Νάκου, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το καλοκαίρι και είχε ερμηνεύσει τον ρόλο του πατέρα στην ταινία.