Tag Archive for: Masterclass

 

PP

Masterclass Πάβελ Παβλικόφσκι | 17- Σεπ – 2022

ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΔΡΑΜΑΣ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ ΣΤΗΝ ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Από τα αδιαμφισβήτητα highlights του φετινού προγράμματος του 45oυ DISFF ήταν το  μάστερκλας του οσκαρικού δημιουργού Πάβελ Παβλικόφσκι στο πλαίσιο του προγράμματος Cinematherapy και η συζήτηση που ακολούθησε μεταξύ του σκηνοθέτη, του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Δράμας Γιάννη Σακαρίδη, της ψυχοθεραπεύτριας Ντενίς Νικολάκου, και βέβαια του κοινού, που κατέκλυσε το Σάββατο βράδυ τη μεγάλη αίθουσα της Ταινιοθήκης της Ελλάδος στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Το Φεστιβάλ Δράμας ταξιδεύει στην Αθήνα».

Το τετραήμερο του Φεστιβάλ Δράμας στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, ολοκληρώθηκε χθες βράδυ με sold out προβολές του Εθνικού Διαγωνιστικού Προγράμματος, και μεγάλη επιτυχία.

Το πρόγραμμα Cinematherapy, που επιμελείται η Ντενίς Νικολάκου, είναι ταυτόσημο πλέον με το όνομα Πάβελ Παβλικόφσκι  καθώς ήταν ο ίδιος ο οσκαρικός σκηνοθέτης που το εγκαινίασε  με την ταινία του Cold War (2018) στη 43η διοργάνωση του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας το 2020.

Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης στην Ταινιοθήκη προβλήθηκαν αποσπάσματα από το πλούσιο έργο του -ένα κινηματογραφικό κολάζ από  τη δημιουργική περίοδο των ντοκιμαντέρ του στο BBC το διάστημα 1990-1995 (From Moscow to Pietushki, Dostoyevsky’s Travels, Serbian Epics, Tripping with Zhirinovsky), τη δεύτερη περίοδο των ταινιών μυθοπλασίας του από το 1998 έως το 2004 (The Stringer, Last Resort, My Summer of Love), και βέβαια από την τρίτη (The Woman in the Fifth) και την τέταρτη (Ida, Cold War) δημιουργική του περίοδο (2011-2018).

Eδώ θα παρακολουθήσετε όλο το μάστερκλας-συζήτηση με τον σκηνοθέτη:

DISFF45 LIVE STREAMING - Pawel Pawlikowski

Μιλώντας στη Ντενίς Νικολάκου, ο Πάβελ Παβλικόφσκι, γοητευτικός, εκφραστικός και γεμάτος χιούμορ στην κουβέντα που ακολούθησε, είπε πως σε ψυχολογικό επίπεδο νοιώθει να ταυτίζεται με τους ήρωες των ταινιών του, και πως ακόμα κι αν αυτοί είναι αντιπαθείς, συμπάσχει μαζί τους και τους αγαπά. «Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι κάνοντας τις ταινίες συνειδητά επιδιώκω να κάνω ένα είδος κινηματογραφοθεραπείας», διευκρίνισε, «κι όταν νοιώθω πως γίνομαι διδακτικός, είναι σαν να απενεργοποιούμαι, πατάω το κουμπί off, είναι κάτι που δεν θέλω. Πάντα έκανα ταινίες για τα πράγματα που είχα στο μυαλό μου τη δεδομένη εποχή».

Αναφορικά με τα ντοκιμαντέρ που γύρισε τη δεκαετία του ’90 σε παραγωγή του BBC (σ.σ.. ο Παβλικόφσκι έζησε από τα 14 του χρόνια στην Αγγλία), είπε πως επηρεάστηκε από τα ντοκιμαντέρ που γύρισαν στη χώρα του σπουδαίοι δημιουργοί όπως ο Κισλόφσκι, με αποτέλεσμα να φέρει αυτήν την πολωνική «ματιά» στις ταινίες του, που ήταν πιο καλλιτεχνικές και πιο λυρικές από τα συμβατικά βρετανικά ντοκιμαντέρ της εποχής. «Οι πολωνοί δημιουργοί, λειτουργούσαν σε ένα άλλο πλαίσιο, κρατικού απολυταρχικού ελέγχου», εξήγησε, «και αναγκάζονταν να επινοούν τρόπους ώστε να “εξαπατούν” το καθεστώς για να πουν αυτό που ήθελαν, κι αυτό είχε αντίκτυπο στην αισθητική των ταινιών τους».

Με τα ντοκιμαντέρ του αυτά κατέγραψε «τη γέννηση του εθνικισμού την περίοδο εκείνη στην Ευρώπη. Κι ήταν ενδιαφέρον να το καταγράφω όλο αυτό, όχι με τα σημερινά ψηφιακά μέσα, αλλά σε 16mm. Σήμερα είμαστε κολλημένοι σε μια εικονική πραγματικότητα, όμως τότε ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον να κάνεις ταινίες. Σήμερα καταγράφουμε αδιάκοπα και άκριτα με τα κινητά μας την επικαιρότητα, τότε γυρίζαμε σε φιλμ, κι όταν τραβούσαμε ήταν πολύ συνειδητό, είχαμε έναν συγκεκριμένο σκοπό, δεν  γυρίζαμε γενικά και αόριστα. Θέλαμε να αιχμαλωτίσουμε μια ποιητική ή μια αστεία σκηνή».

Μιλώντας για τα ντοκιμαντέρ του σε αντιδιαστολή με τις ταινίες μυθοπλασίες που γύρισε,  είπε πως «αν και το πλαίσιο είναι πιο ρεαλιστικό στη μία περίπτωση και πιο φαντασιακό στην άλλη, ποτέ δεν έκανα απόλυτη διάκριση μεταξύ τους καθώς ένοιωθα πως πάντα “έπαιζα” με την πραγματικότητα, και συνειδητά χρησιμοποιούσα ένα στυλιζάρισμα –τουλάχιστον σε έναν βαθμό. Ίσως γιατί πραγματικά μισώ τον τρόπο με τον οποίo τα ΜΜΕ απεικονίζουν τον κόσμο και την “πραγματικότητα”. Δείτε πώς παρουσιάζουν τη Ρωσία, τη Γαλλία σήμερα…».

Φέρνοντας σαν παράδειγμα την ταινία του Ταξιδεύοντας  με τον Ζιρινόφσκι, υπογράμμισε πως «o Ζιρινόφσκι ήταν ένας ανεκδιήγητος τύπος, ήταν απαίσιος, πολύ πριν τον Τραμπ, αλλά η πορεία του είναι ενδεικτική του τι συνέβη στην τεράστια, απίστευτη αυτή χώρα, τη Ρωσία». Όμως, όπως συνέβη και με το ντοκιμαντέρ του Σερβικά Έπη που το γύρισε στη Βοσνία κατά τη διάρκεια του πολέμου το 1992, «ερωτεύεσαι το θέμα σου. Κάτι μέσα σου σε κινητοποιεί, χτυπά ένα καμπανάκι».

Μιλώντας για την εκπληκτική Ίντα του, που γύρισε στην Πολωνία, ο Πάβελ Παβλικόφσκι εξομολογήθηκε πως κι αυτός, στην εφηβεία του, ανακάλυψε πως η γιαγιά του από την πλευρά του μπαμπά του ήταν Εβραία. «Δεν είχα ιδέα, και ξαφνικά έμαθα για όλη αυτήν την περιπέτεια της οικογένειάς μου, για το Άουσβιτς… Υπ’ αυτήν την έννοια η Ίντα ήταν μια πολύ προσωπική ταινία».

Στην Πολωνία «έχουμε μια εμμονή με την Ιστορία, σε τέτοιο βαθμό που αυτό συνθλίβει τα πάντα. Εγώ θέλω να δημιουργώ αληθινούς, τρισδιάστατους χαρακτήρες –εξάλλου η αλήθεια είναι κάτι τόσο αμφιλεγόμενο…».

Στο ερώτημα ποια φάση της δημιουργίας μιας ταινίας τον γοητεύει περισσότερο, απάντησε γελώντας: «Καμία! Είναι μια πολύ στρεσογόνα διαδικασία. Ίσως το μόνο πραγματικά απολαυστικό κομμάτι είναι η στιγμή που κάτι σου κάνει κλικ, μια ιδέα που σου έρχεται ξαφνικά, και εκεί σκέφτεσαι «τέλεια, μπορεί και να λειτουργήσει αυτό». Και ποια είναι η στιγμή που συνειδητοποιεί πως η ταινία πέτυχε τον στόχο της; «Δεν το ξέρεις αυτό. Συχνά αναρωτιέσαι “τι κάνω τώρα”; Αυτό που σου προσφέρει μια ικανοποίηση είναι όταν κάνεις μία πρώτη προβολή για επιλεγμένους φίλους. Αν τους αρέσει νοιώθεις πως κάτι όμορφο συμβαίνει. Κι όταν ο κόσμος αρχίζει να ανακαλύπτει τη δουλειά σου, νοιώθεις πως ανταμείβονται οι προσπάθειές σου». Ως προς τη σχέση του με τους ηθοποιούς, αυτή δεν μπαίνει, όπως είπε, σε καλούπια. «Δεν υπάρχει στάνταρ μέθοδος, διότι κάθε ηθοποιός είναι μια διαφορετική περίπτωση».

Συζητώντας με τον Γιάννη Σακαρίδη για τις επιπτώσεις της πανδημίας στους κινηματογραφιστές και το σινεμά γενικότερα, υπογράμμισε πως «ως δημιουργός νοιώθω ότι είναι όλο και πιο δύσκολο να κάνεις μια ταινία που να έχει νόημα να τη γυρίσεις, που να έχει ένα πολιτιστικό περιεχόμενο, σε αυτήν την εποχή της ψηφιακής επικοινωνίας Ομολογώ πως στα 68 μου χρόνια, σκέφτομαι συχνά: γιατί να ασχοληθώ καν; Γιατί να μπω στον κόπο; Ποιος ενδιαφέρεται; Οι πλατφόρμες στην αρχή υποκρίνονταν πως δήθεν ενδιαφέρονταν για τον κινηματογράφο, αλλά πλέον είναι σαφές πως έχουν προσανατολιστεί στην κατεύθυνση της αγοράς και μόνο. Την ίδια στιγμή όλα τα συνεργεία είτε κοστίζουν πανάκριβα, είτε είναι απασχολημένα σε υπερπαραγωγές. Πώς να κάνεις σήμερα μία ταινία σαν την Ίντα; Μεγάλωσα με ένα σινεμά που αρχίζει να εξαφανίζεται…».

Κλείνοντας είπε: «Μετά τα 60 είναι δύσκολο πια να έχεις τον ίδιο ενθουσιασμό. Εύχομαι να ήμουν νεότερος και να ερωτευόμουν, πάλι από την αρχή, τον κινηματογράφο….»

Masterclass Σκηνοθεσίας από τον Γιάννη Οικονομίδη

Masterclass Σκηνοθεσίας από τον Γιάννη Οικονομίδη

7 Σεπτεμβρίου 2022

Με ένα ηχηρό χειροκρότημα υποδέχτηκαν τον σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη κινηματογραφιστές και σινεφίλ που έσπευσαν στις 7 Σεπτεμβρίου στον θερινό κινηματογράφο «Αλέξανδρο», ολοφάνερα ανυπόμονοι για το masterclass σκηνοθεσίας με τον τίτλο «Φτιάχνοντας ταινίες στην Ελλάδα» που πραγματοποίησε στο πλαίσιο του 45ου DISFF.

Γεμάτοι απορίες τόσο για τη διαδικασία δημιουργίας μιας ταινίας στη χώρα μας όσο και για τα μικρά και μεγάλα μυστικά της δικής του τέχνης, οι νέοι κινηματογραφιστές και το κοινό του φεστιβάλ τον «βομβάρδιζαν» με ερωτήσεις για περισσότερο από δύο ώρες, παρακολουθώντας με ιδιαίτερη προσήλωση το πολύ ενδιαφέρον διαδραστικό σεμινάριο για το σύγχρονο ελληνικό κινηματογραφικό γίγνεσθαι μέσα από το βλέμμα ενός από τους πιο επιδραστικούς σκηνοθέτες στην Ελλάδα.

Ο Γιάννης Οικονομίδης, αφού ευχαρίστησε το Φεστιβάλ Δράμας και τον καλλιτεχνικό του διευθυντή, Γιάννη Σακαρίδη, για την πρόσκληση να συμμετάσχει στη φετινή διοργάνωση, ήταν ο ίδιος που παρακίνησε τους παρευρισκόμενους το μεσημέρι της Τετάρτης στην κατάμεστη κινηματογραφική αίθουσα της Δράμας να ξεκινήσει η διαδικασία αυτής της συνάντησης μέσα από τις δικές τους ερωτήσεις. Ερωτήσεις για τη δουλειά του και τις ταινίες του, ώστε να καταλήξουν, όπως είπε, από κοινού τι σημαίνει να κάνει κάποιος σινεμά στην Ελλάδα, ή αλλιώς, τόνισε, «τι είναι όλη αυτή η περιπέτεια, την οποία ο κάθε κινηματογραφιστής βιώνει από τη δική του οπτική γωνία, ανάλογα από το ποιός είναι και τι προσπαθεί να κάνει».

Αρχικά, αναφερόμενος στην προσωπική του περιπέτεια στον κόσμο του σινεμά, χαρακτήρισε την 30χρονη διαδρομή του «όχι εύκολη, με πολλά σκαμπανεβάσματα, με πολλές απογοητεύσεις αλλά και πολλές χαρές». Μια περιπέτεια από την οποία δημιούργησε πέντε μικρού και πέντε μεγάλου μήκους ταινίες, καθώς και ένα θεατρικό έργο, ενώ ετοιμάζεται όπως μας πληροφόρησε, για την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του. «Πρόκειται ένα σενάριο που γράψαμε μαζί με τον Βαγγέλη Μουρίκη και έχει τον τίτλο “Μεγάλη Πέτρα σε Μικρό Κεφάλι”».

Καθόλη τη διάρκεια της συζήτησης, απαντώντας στις ερωτήσεις του κοινού με άξονα τις εμπειρίες του μέσα από τη δική του διαδρομή στις ατραπούς και λεωφόρους της ελληνικής κινηματογραφίας, και χρησιμοποιώντας παραδείγματα χαρακτηριστικών στιγμιότυπων από τη διαδικασία συγγραφής των σεναρίων του αλλά και την αναζήτηση χρημάτων για την παραγωγή των ταινιών του και τη διάδρασή του με τους ηθοποιούς στις πρόβες και τα γυρίσματα, μίλησε για όλα όσα αναμετρήθηκε από την πρώτη στιγμή που αποφάσισε να γίνει κινηματογραφιστής μέχρι σήμερα που στο παλμαρέ του σημειώνονται πέντε τω αριθμώ, ενώ στη φάση της προπαραγωγής βρίσκεται η έκτη κατά σειρά μεγάλου μήκους ταινία του.

Ωστόσο, στάθηκε στην εποχή που αποφάσισε τι σινεμά θέλει να κάνει. «Δεν ήταν σαφές από την αρχή τι θα έκανα. Στα πρώτα μου βήματα στο μυαλό μου είχα τον Αντονιόνι. Όταν ξεκινάς πας κάπως μιμητικά, και σιγά-σιγά διαισθάνεσαι ότι πρέπει να βρεις ταυτότητα, μια προσωπική γραφή». Ήταν μια δύσκολη εποχή για κείνον, όπως είπε, η περίοδος μετά τον πρώτο κύκλο της νεότητάς του με τις μικρού μήκους, καθώς αναζητούσε ένα σενάριο για να κάνει μια μεγάλου μήκους ταινία. Παράλληλα όμως ήταν και η περίοδος που πήρε την απόφαση ότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι αποκλειστικά το ανθρωποκεντρικό σινεμά. Έτσι γεννήθηκε το 2002 το «Σπιρτόκουτο».

Μεταξύ άλλων, μιλώντας για τον καμβά των ιστοριών του και τον τρόπο που δουλεύει με τους ηθοποιούς τα σενάρια του, εξήγησε ότι ο βασικός πυρήνας πίσω από όλες τις ταινίες του είναι αυτή η μεγάλη απόφαση που πήρε πριν από περίπου είκοσι χρόνια. «Αυτό που με ενδιαφέρει είναι το ανθρώπινο πρόσωπο, ο άνθρωπος», τόνισε. Και αυτή η απόφαση χαρακτήρισε όλο του το έργο. Επίσης πρόσθεσε πως έτσι ξεκίνησε μια διαδικασία δουλειάς με τους ηθοποιούς η οποία έχει δύο κατευθύνσεις. «Η πρώτη είναι η μαθησιακή, πώς δηλαδή θα εκπαιδευτούμε μαζί στο ρεαλισμό και στη φυσικότητα, κάτι που δεν είναι αυτονόητο στην ελληνική κινηματογραφία παρά τα δείγματα που υπάρχουν από προγενέστερους δημιουργούς, αλλά δεν καθιερώθηκε κατά τη δική μου γνώμη. Και η δεύτερη είναι η εμβάθυνση στο κάθε χαρακτήρα και στις σχέσεις των ηρώων, το πώς δηλαδή διαμορφώνεται η δραματουργία σε μια σκηνή. Οι πρόβες με τους ηθοποιούς σε κάθε ταινία κρατάνε από πέντε έως επτά μήνες». Και συμπλήρωσε ότι κάθε φορά φροντίζει κάτω από το γραφείο της παραγωγής να υπάρχει ένα προβάδικο. «Για μένα εκεί χτυπάει η καρδιά μιας ταινίας. Στο προβάδικο γίνονται οι ζυμώσεις ώστε αυτό που είναι γραμμένο στο χαρτί να πάρει σάρκα και οστά και να γεμίσει το άδειο δοχείο της μελλοντικής ταινίας». Συμπληρωματικά, απαντώντας πάλι σε ερώτημα για τις μεθόδους του, πρόσθεσε ότι το σινεμά που κάνει είναι «σινεμά-μοντάζ». «Οι ταινίες μου βρίσκουν την ολοκλήρωση της ιστορίας τους στο μοντάζ».

Εκφράζοντας την άποψή του για την σύγχρονη κινηματογραφία ο Γιάννης Οικονομίδης διαπιστώνει πως «ενώ το σινεμά είναι ένα καλλιτεχνικό έργο, οι κινηματογραφιστές είναι καλλιτέχνες, αυτό που με στεναχωρεί είναι ότι βλέπω πως και το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο σινεμά γίνεται όλο και πιο πολύ ένα σινεμά του μοιρογνωμονίου. Ένα σινεμά που έχει τελειώσει πριν ξεκινήσει να γίνει, που είναι έτοιμο από το γραφείο. Το βλέπεις ότι στην διαδικασία της κατασκευής της ταινίας ο σκηνοθέτης δεν κυνηγάει κάτι, δεν ρισκάρει. Οι ταινίες δεν αναπνέουν. Αυτό μου λείπει στο σύγχρονο σινεμά». «Φαίνεται όμως ότι προς τα κει πάει γενικά ο κόσμος», κατέληξε.  «Όλο και πιο πολύ μας τρομάζουν τα νέα πράγματα, οι εκπλήξεις, το άγνωστο, ακόμη και η αποτυχία. Και η αποτυχία όταν γίνεται με όρους ελευθερίας και δημιουργίας έχει κι αυτή ενδιαφέρον». Παίρνοντας το λόγο ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ Γιάννης Σακαρίδης συμπλήρωσε ότι «αναμφίβολα είναι μια δύσκολη εποχή για τους κινηματογραφιστές, μάλιστα μετά από τρία χρόνια πανδημίας με κλειστά σινεμά και φεστιβάλ που έπαιζαν ταινίες μέσα από πλατφόρμες, συνθήκη που προκάλεσε μια μεγάλη αμηχανία», και στην ερώτηση που του απηύθυνε για το πώς βλέπει το κινηματογραφικό μέλλον, ο Γιάννης Οικονομίδης τόνισε πως «το μεγάλο στοίχημα είναι να βρει ο κάθε δημιουργός την ταυτότητά του αλλά και τον τρόπο να περάσει μέσα από τις δυσκολίες που συναντά, καθώς ο καλλιτέχνης είναι πάντα απέναντι σε ένα σύστημα που τον τραβάει να τον γειώσει, ή ακόμη και να τον ισοπεδώσει». Και για αυτό είναι σημαντικό, πρόσθεσε «πόσο αποφασισμένος είναι κάποιος να συγκρουστεί με το σύστημα, αλλά και με τον εαυτό του». Ταλέντο εκεί έξω υπάρχει πολύ, τόνισε, «αλλά το ζήτημα στους δημιουργούς, παλιούς και νέους, είναι να στοχεύσουν και να υψώσουν ανάστημα εντός της δημιουργίας μια ταινίας, αλλά και εκτός. Οι καιροί είναι δύσκολοι και οι καθένας θα πρέπει να πάρει τις αποφάσεις του, και πόσες υποχωρήσεις θα αποφάσει να κάνει. Κατά τα άλλα, η ανάγκη για έκφραση υπάρχει, αν και αυτό μπορεί να μην αρκεί. Όπως και να ‘χει πάντως όλα καταλήγουν στο πανί, εκεί αποδεικνύονται όλα».

DISFF45 LIVE STREAMING - Masterclass Yannis Economides

Ολόκληρη τη συζήτηση του Γιάννη Οικονομίδη με κινηματογραφιστές και σινεφίλ που πραγματοποιήθηκε στον θερινό κινηματογράφο «Αλέξανδρο» στο πλαίσιο του masterclass σκηνοθεσίας με τίτλο «Φτιάχνοντας ταινίες στην Ελλάδα» κατά τη διάρκεια του 45ου DISFF και μπορείτε να την παρακολουθήσετε εδώ.

Ο Γιάννης Οικονομίδης ήρθε για πρώτη φορά στη Δράμα το 1992, ως νέος κινηματογραφιστής, διαγωνιζόμενος με την ταινία του «Σταδιακή βελτίωση του καιρού» για την οποία βραβεύτηκε, τότε, στο 6ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας. Από το 1989, που ξεκίνησε να κινηματογραφεί, μέχρι σήμερα, δημιούργησε πέντε μικρού μήκους και πέντε μεγάλου μήκους ταινίες, καθώς και ένα θεατρικό έργο, και συγκαταλέγεται στους πιο επιδραστικούς, και με μοναδικό ύφος γραφής, έλληνες σκηνοθέτες.

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το «Σπιρτόκουτο» (2002), μια πρωτοποριακή ταινία που θεωρείται ορόσημο στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο, διακρίθηκε στο 44ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το Βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Το 2006, η δεύτερη ταινία του, «Ψυχή στο Στόμα», συμμετείχε στην Eβδομάδα Kριτικής του Φεστιβάλ Καννών, «Ο Μαχαιροβγάλτης» (2010), η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μπουσάν και απέσπασε επτά βραβεία από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, ενώ το 2014 «Το Μικρό Ψάρι», η τέταρτη ταινία του, έκανε πρεμιέρα στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ του Βερολίνου και απέσπασε τέσσερα βραβεία από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Το 2016 έγραψε και σκηνοθέτησε για τη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το θεατρικό έργο «Στέλλα Κοιμήσου» το οποίο αποτέλεσε μεγάλη καλλιτεχνική αλλά και εμπορική επιτυχία. Το 2020, η πέμπτη ταινία του, η «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς», υποψήφια για 15 Βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας ΚΙνηματογράφου, το οποίο αποτελεί αριθμό ρεκόρ, προβλήθηκε στους κινηματογράφους για μια εβδομάδα πριν σταματήσουν οι προβολές λόγω της πανδημίας, ενώ ήταν η ταινία που επέλεξαν να προβάλουν οι περισσότεροι θερινοί κινηματογράφοι στη χώρα με την επανέναρξη της λειτουργίας τους.

Και οι πέντε μεγάλου μήκους ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη απέσπασαν από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.) τη διάκριση «Καλύτερη Ελληνική Ταινία της Χρονιάς».

Αυτή την περίοδο προετοιμάζει την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του με τίτλο «Μεγάλη Πέτρα σε Μικρό Κεφάλι», το σενάριο της οποίας έγραψε με τον στενό συνεργάτη του ηθοποιό Βαγγέλη Μουρίκη.

Στο φετινό Φεστιβάλ Δράμας είναι ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του Διεθνούς Διαγωνιστικού Προγράμματος Ταινιών Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης Short & Green.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Εδώ, μπορείτε να επιλέξετε τις φωτογραφίες που θέλετε από όλα τα τμήματα του Φεστιβάλ:

https://drive.google.com/drive/u/1/folders/1RCLxyy3XKpqTZ0r1qNSBSO9R30qMw2my

Masterclass με τον σκηνοθέτη Μενέλαο Καραμαγγιώλη

«Όταν το σινεμά δεν φοβάται τη ζωή:
οι ταινίες, οι ιστορίες τους, το μέλλον και η πραγματικότητα» :

 Masterclass με τον σκηνοθέτη Μενέλαο Καραμαγγιώλη

 Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2021

Με την ομιλία του Μενέλαου Καραμαγγιώλη ολοκληρώθηκε σήμερα  στη Δράμα η σειρά των masterclasses που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του νέου Εκπαιδευτικού Προγράμματος και διεξάχθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της φεστιβαλικής εβδομάδας του 44ου DISFF.

Η επικεφαλής του προγράμματος Βαρβάρα Δούκα ζήτησε από τον Μενέλαο Καραμαγγιώλη να αφηγηθεί στους νέους κινηματογραφιστές όσα έζησε την τελευταία δεκαετία. Ο σκηνοθέτης μίλησε για τις ταινίες του και τις ιστορίες τους, για τη δημιουργία της ομάδας Documatism και για το σινεμά που δεν φοβάται τη ζωή.

Ακολουθεί αυτούσια η ομιλία του σκηνοθέτη Μενέλαου Καραμαγγιώλη που πραγματοποιήθηκε σήμερα το μεσημέρι στον κινηματογράφο Ολύμπια με τίτλο «Όταν το σινεμά δεν φοβάται τη ζωή: οι ταινίες, οι ιστορίες τους, το μέλλον και η πραγματικότητα»:

«Αναρωτιέμαι αν πρέπει να σας μιλήσω στο πρώτο ενικό ή ως εκπρόσωπος της ομάδας Documatism που πασχίζει τα τελευταία 10 χρόνια μέσα από ταινίες και καλλιτεχνικές δράσεις να κινητοποιεί διαλόγους, συναντήσεις και πιθανές λύσεις σε καίρια κοινωνικά θέματα κάνοντας τους αόρατους ορατούς. Ελπίζω στο τέλος της σημερινής παρουσίασης να έρθουν κι άλλοι στην ομάδα, συμφωνώντας, διαφωνώντας και κυρίως προσθέτοντας.

Από όταν άρχισα να κάνω ταινίες νιώθω πως σταμάτησα να αυταπατώμαι όσο πριν, γιατί η πραγματικότητα, οι ιστορίες στις οποίες χωνόμουν και οι ήρωές τους μού ‘διναν πάντα μια ουσιαστική εικόνα της ζωής και του νοήματός της: εάν υπάρχει. Είτε έκανα ντοκιμαντέρ, είτε μυθοπλασία, είτε ταινίες στο ραδιόφωνο, οι ιστορίες και οι ήρωές τους με βοηθούσαν να συνειδητοποιώ όσα μου ξέφευγαν, με κίνδυνο να ζω αυταναφορικά και με νάζι.

Η Βαρβάρα μου ζήτησε να μοιραστώ μαζί σας όσα έζησα την τελευταία δεκαετία που αρχίζουν με την ιστορία μιας ταινίας μυθοπλασίας, μια ταινία που στηριζόταν στην αληθινή ιστορία ενός μετανάστη που έψαχνε πατρίδα και ταυτότητα, και σε ένα πραγματικό σύνδρομο για ορφανούς και μπερδεμένους σεξουαλικά ελέφαντες. Το «J.a.c.e. – Just Another Confused Elephant», ήταν η αρχή που με οδήγησε πιο βαθιά στο συναρπαστικό κόσμο των αντιηρώων που ζουν αόρατοι στην Αθήνα ορίζοντας ένα μοναδικό τοπίο, δύσκολα προσβάσιμο, γεμάτο αληθινούς χρησμούς για όσα έπονται και -συνήθως- εμείς οι «προστατευμένοι» των μητροπόλεων δε γνωρίζουμε.

Η δεκαετής προετοιμασία της ταινίας είχε δημιουργήσει ένα δυναμικό σύμπαν, γεμάτο αληθινούς ήρωες, που είχαν εμπνεύσει το σενάριο της, και είχε δημιουργήσει στέρεες σχέσεις εμπιστοσύνης μαζί τους ώστε να γίνουν σημεία αναφοράς για τους ηθοποιούς της ταινίας. Το κάστινγκ του «J.a.c.e.» είχε γίνει σε 9 χώρες ώστε να μπορέσει να βρεθεί ο πρωταγωνιστής και στην ταινία έπαιξαν πολλοί ηθοποιοί που δεν είχαν ξαναπαίξει στον κινηματογράφο. Κάναμε πολλές πρόβες και αυτοψίες στους πραγματικούς χώρους των ιστοριών της ταινίας συναντώντας τους αληθινούς ήρωες της.

Το 2011 έγινε έντονη η ανάγκη να πρωταγωνιστήσουν οι ίδιοι αυτοί οι ήρωες σε ταινίες (αυτή τη φορά με το αληθινό τους πρόσωπο κι όχι «κρυμμένοι» πίσω από ηθοποιούς) κι έγιναν οι πρωταγωνιστές στη σειρά ντοκιμαντέρ «Συναντήσεις με Αξιοσημείωτους Ανθρώπους», μια κινηματογραφική αποτύπωση της κρίσης στην Ελλάδα τα τελευταία 10 χρόνια, μέσα από αντιήρωες που ζουν σχεδόν αόρατοι.

Ο πρώτος κύκλος περιείχε 12 ταινίες με οδηγίες χρήσης σε νέους καλλιτέχνες, ηθοποιούς, κινηματογραφιστές, μαθηματικούς και θέματα ταυτότητας. Οι ήρωες των ταινιών αυτών, που ήταν συνήθως άγνωστοι στο κοινό, κατάφεραν να γίνουν ( viral ) εξαιρετικά δημοφιλείς σε προβολές σε φεστιβάλ, στη Δημόσια Τηλεόραση, σε σχολεία, πανεπιστήμια και στο διαδίκτυο απενοχοποιώντας την συμμετοχή απρόβλεπτων ή άγνωστων ηρώων. Ευτυχώς το ενδιαφέρον των θεατών ήταν έντονο και δημιούργησε εναλλακτικούς, διαφορετικούς και δημοφιλείς ήρωες που δεν ήταν διάσημοι σε prime time τηλεοπτικές ζώνες. Οι ταινίες αυτές άρχισαν να γίνονται αφορμή για δημιουργικούς διαλόγους σε αυτοσχέδιες ομάδες θεατών που άρχισαν να συναντιούνται εξαιτίας τους. Σε σχολεία, σε σπίτια και σε ομάδες που ακόμα δρουν στην πόλη δυναμικά με δράσεις που με κάνουν να ελπίζω.

Ο δεύτερος κύκλος προχώρησε ακόμα πιο βαθιά στους χτυπημένους από την κρίση στην Ελλάδα με 12 ταινίες για άστεγους, άνεργους, μετανάστες (προς και από την Ελλάδα), πρόσφυγες, δυσκολεμένους ήρωες που κάνουν τη ζωή τους θεατρική παράσταση, ανήλικους φυλακισμένους, αδέσποτα και κάθε είδους (πολλούς) εθελοντές. Οι δυσκολίες της εποχής και της θεματολογίας επέβαλλαν γυρίσματα που διαρκούσαν για χρόνια.

Οι ήρωες αυτών των ταινιών ήταν δύσκολο να προσεγγιστούν και μπορούσαν να κινδυνέψουν από την έκθεσή τους στο φακό. Άλλοι έκρυβαν από τους δικούς τους ότι είναι άστεγοι ή κρατούμενοι κι άλλοι ήταν παγιδευμένοι στην παραβατικότητα με διαρκή τον κίνδυνο να συλληφθούν.

Οι δυσκολίες αυτών των γυρισμάτων έκαναν επιτακτική την ανάγκη για τη δημιουργία μιας ευέλικτης και διακριτικής ομάδας που έπρεπε να κινείται σε επικίνδυνες κι απαγορευμένες περιοχές ακυρώνοντας την πιεστική παντοδυναμία του αδιάκριτου κινηματογραφικού φακού.

Το αποτέλεσμα ήταν μια νέα και πολύτιμη διαδικασία που δημιουργήθηκε από τους ίδιους τους ήρωες των ταινιών. Οι ήρωες αυτοί, μέσα από τη σχέση τους με τα μέλη της ομάδας, αποφάσισαν -με δική τους πρωτοβουλία- να εκτεθούν στο φακό και να μην κρύψουν το πρόσωπό τους από την κάμερα. Ενώ αυτό είχε συμφωνηθεί μαζί τους αρχικά. Ένιωθαν ότι η διαδικασία της κινηματογράφησης λειτουργούσε ψυχοθεραπευτικά και υποστηρικτικά και τους πρόσφερε ένα νέο τρόπο επικοινωνίας: ενώ έβρισκαν ακροατές και συνομιλητές, την ίδια στιγμή -μιλώντας στην κάμερα- «άκουγαν» και οι ίδιοι τον εαυτό τους. Για αυτό άρχισαν να χρησιμοποιούν τις ταινίες ως ένα βήμα που τους επιτρέπει να μιλήσουν δημόσια, χωρίς να νιώθουν αόρατοι, και σαν ένα «όπλο» διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους και κάθε αιτήματος τους που νιώθουν ότι σκοντάφτει στα εμπόδια της ελληνικής πραγματικότητας ή στα περιοριστικά όρια του περιθωρίου στο οποίο είναι καταδικασμένοι να ζουν.

Αναφέρω μερικά ενδεικτικά παραδείγματα:

Η Εθνική Ελλάδας Αστέγων με όπλο την ταινία κατάφερε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για να συμμετάσχει στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Αστέγων στη Χιλή. Η ταινία έπεισε το ΔΣ του ιδρύματος, που τους χρηματοδότησε, ότι το ποδόσφαιρο πρόκειται για μια πετυχημένα εφαρμοσμένη διαδικασία κοινωνικοποίησης και ένταξης.

Ανήλικος φυλακισμένος μέσα από τη διαδικασία της προετοιμασίας και παραγωγής της ταινίας, που τον έκανε πρωταγωνιστή της, βρήκε τους τρόπους να μάθει ελληνικά μέσα σε 3 χρόνια στο σχολείο της φυλακής, να περάσει στο Πολυτεχνείο συμμετέχοντας στις Πανελλήνιες ως κρατούμενος, να χρησιμοποιήσει την έκθεσή του στο φακό για να διεκδικήσει μια νέα ζωή και -κυρίως, όπως είπε ο ίδιος- να γίνει εφαρμοσμένο και εμψυχωτικό παράδειγμα για άλλους κρατούμενους. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο πτυχίο της σχολής κι η ταινία του έχει εξασφαλίσει δωρεάν την νομική βοήθεια που χρειάζεται από εθελοντές νομικούς -που προέκυψαν από τους θεατές της της- ώστε να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα.

Έτσι συνέβη μια αντιστροφή: ο φακός από επικίνδυνος κι αδιάκριτος εισβολέας έγινε εργαλείο διεκδίκησης για ανθρώπους που ένιωθαν περιθωριοποιημένοι και αόρατοι. Κι έτσι άρχισαν οι ίδιοι να ζητάνε την παρέμβαση του φακού σε σημαντικές στιγμές της ζωής τους για να χρησιμοποιήσουν τα βίντεο με στόχο να διεκδικήσουν πιθανές λύσεις σε προβλήματα που τους βασανίζουν. Τα γυρίσματα αυτά συνεχίστηκαν ακόμα κι όταν οι αρχικές ταινίες είχαν ολοκληρωθεί και είχαν αρχίσει να ταξιδεύουν σε φεστιβάλ, να προβάλλονται σε κινηματογραφικές αίθουσες, σε σχολεία, πανεπιστήμια, φυλακές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Την ίδια στιγμή το υλικό των ιστοριών τους εμπλουτιζόταν με νέα γυρίσματα προεκτείνοντας και διευρύνοντας τις ιστορίες των ταινιών στο χρόνο και στο χώρο και εντοπίζοντας τις πιεστικές κι άμεσες ανάγκες των ηρώων τους που συνέχιζαν να ψάχνουν λύσεις. Πως θα μπορούσε αυτό το νέο υλικό να τους βοηθήσει; Να υποστηρίξει την προσπάθειά τους;

Το έντονο ενδιαφέρον των θεατών δημιουργούσε δυναμικούς διαλόγους στις δημόσιες προβολές των ταινιών με ερωτήματα. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά έδιναν νέα διάσταση στις ταινίες, έσπαγαν το φόβο τού να ασχοληθεί κανείς με δύσκολα και δυσοίωνα κοινωνικά θέματα κι άνοιγαν έναν ευρύ ορίζοντα για τον τρόπο που μπορεί κάποιος να ενημερωθεί, να συνδράμει ή να βοηθηθεί μέσα σε μια εξακολουθητική κρίση που ξεπερνούσε (και ξεπερνάει) όλα τα προγνωστικά για τη διάρκειά της. Οι διάλογοι αυτοί συνεχίζονταν διαδικτυακά και οι ήρωες αυτών των ταινιών άρχισαν να γίνονται αφυπνιστικά και ενθαρρυντικά παραδείγματα για τους τρόπους που ένας αόρατος, αβοήθητος και περιθωριοποιημένος ήρωας μπορεί να διαχειριστεί τα αδιέξοδα μιας κρίσης που διαρκεί. Και των τρόπων που ένας πολίτης μπορεί να παραμένει ενεργός σε περιόδους κρίσης.

Οι ιστορίες των ταινιών, που στην αρχή έμοιαζαν αδιέξοδες κι οι ήρωές τους καταδικασμένοι, στο τέλος οδηγούσαν σε ένα happy end που δε γράφτηκε από σεναριογράφο αλλά από τους ίδιους τους περιθωριοποιημένους ήρωες στην εποχή της κρίσης: Ένα happy end, έτοιμο κάθε στιγμή να καταρρεύσει, το οποίο δρομολογούσαν οι ίδιοι με καθημερινή επιμονή και προσπάθεια.

Αυτή η διαδικασία έγινε αποκαλυπτική και για μας που την παρακολουθούσαμε πίσω από την κάμερα, αποδεικνύοντας πόσο η πραγματικότητα και το ντοκουμέντο είναι καίριας σημασίας για κάθε καλλιτέχνη αυτή τη χρονική στιγμή, και πώς οι καλλιτεχνικές δράσεις μπορούν (και πρέπει) να συναντήσουν τους αόρατους και τους αντιήρωες φέρνοντας τους σε μια δημιουργική επαφή με περισσότερους θεατές. Βασικός στόχος ήταν μια τέτοια προσέγγιση να ακυρώνει το φόβο και την τρομολαγνεία και να αποφύγει κάθε διαστρέβλωση και κάθε πορνογραφική ή ηδονοβλεπτική διάθεση στην προσέγγιση και στην αποτύπωση. Κάτι που συμβαίνει συχνά στα ειδησεογραφικά κανάλια ή στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης. Νιώσαμε επιτακτική την ανάγκη μιας τέχνης που αφουγκράζεται δυναμικά την εποχή και δε διεξάγεται περίκλειστα και αυτοαναφορικά.

Εκεί δοκιμάστηκε η παρουσία αυτών των αντιηρώων σε εκθέσεις σύγχρονης τέχνης: Στο ΕΜΣΤ, στην Μπιενάλε Βενετίας και στη Rodeo οι ήρωες αυτοί μέσα από εγκαταστάσεις βίντεο απευθύνθηκαν απευθείας στον θεατή καλώντας τον να διεισδύει σε χώρους όπου η πρόσβαση είναι δύσκολη. Και τον έκαναν αυτόπτη σε άγνωστα τοπία, συνήθως γκετοποιημένα, που προκαλούν φόβο καθώς συνοδεύονται από απειλές ότι περιέχουν ήρωες παραβατικούς και περιθωριοποιημένους. Οι κινηματογραφικές και τηλεοπτικές προβολές των ταινιών, σε συνδυασμό με τις δυνατότητες που προσφέρουν τα νέα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν σε κάποια βίντεο (interactive, 360ο λήψεις, παιγνιοποίηση, εικονική πραγματικότητα), έδιναν τη δυνατότητα στο θεατή να γίνεται αυτόπτης: να είναι παρών χωρίς να νιώθει απειλημένος, και κυρίως μέσα από τη θέαση αυτή να μπορεί να ακυρώσει άμεσα και συνοπτικά τους στερεοτυπικούς φόβους, τα σύνορα και κάθε είδους άδικους διαχωρισμούς.

Με όλα τα παραπάνω δημιουργήθηκε ένα δυναμικό υπόβαθρο για επινοητικούς κι εναλλακτικούς τρόπους προβολής των ταινιών αυτών και προβληματισμοί για το πώς διαχειρίζεται κανείς αυτή την δυναμική κοινωνική διάδραση με τους ήρωες τους.

Για παράδειγμα, η προβολή του τρέιλερ της ταινίας για τα αδέσποτα μέσα σε μια μέρα είχε μισό εκατομμύριο θεάσεις. 250 φιλοζωικές οργανώσεις από όλη την χώρα -μετά την τηλεοπτική προβολή της ταινίας- ήρθαν σε επαφή μαζί μας και επικοινώνησαν με τις οργανώσεις που πρωταγωνιστούν στην ταινία, δημιουργώντας ένα πρόσφορο έδαφος για νέους εθελοντές και υιοθεσίες αδέσποτων ζώων σε όλη την Ευρώπη.

Η ταινία αυτή γυριζόταν με κλεμμένες λήψεις από το 2011 έως το 2017 στα παρανοϊκά τοπία μιας περιοχής που έμοιαζε μακρινή κι επικίνδυνη όπως το Φαρ Ουέστ. Κι όμως ήταν ο Ασπρόπυργος, εννιά λεπτά από το κέντρο της Αθήνας. Τα περισσότερα πλάνα της ήταν γυρισμένα ανορθόδοξα με καμικάζικους τρόπους, σχεδόν κλεμμένα: μόλις έφτανε η κάμερα έβγαιναν προτεταμένα καλάσνικοφ.

Στους διαλόγους με το κοινό, μετά την κινηματογραφική προβολή της ταινίας για τα αδέσποτα τέθηκε το ερώτημα: «γιατί υποστηρίζουμε ζώα κι όχι ανθρώπους χτυπημένους από την κρίση;». Οι απαντήσεις προέκυψαν από τους ίδιους τους θεατές που ένιωθαν πώς η διαδικασία περίθαλψης των αδέσποτων κινητοποιεί και εκπαιδεύει τους πληθυσμούς περιθωριοποιημένων κι απροσπέλαστων περιοχών, οι οποίοι μέσα από την ταινία βρίσκουν βήμα να δείξουν δημόσια τον καθημερινό αγώνα της επιβίωσής τους.

Πώς θα μπορούσαν όλα αυτά τα ερωτήματα που προέκυπταν στις ταινίες αυτές  να βρουν έναν «τόπο» όπου μπορεί να συνεχίζεται ο διάλογος, η ενημέρωση και η αλληλεπίδραση; Πώς μπορεί να δημιουργηθεί ένας τόπος όπου να συναντιούνται οι περιθωριοποιημένοι ήρωες με τους καλλιτέχνες και με το κοινό με αφορμή μια ταινία ή ένα καλλιτεχνικό έργο;

Απαντήσεις σε όσα με ταλαιπωρούσαν έβρισκα συχνά στις ταινίες που έχω κάνει. Και νόμιζα ότι ήταν θέμα τύχης αλλά τελικά συνειδητοποίησα ότι είναι κάτι που συμβαίνει όταν το σινεμά δε φοβάται τη ζωή. Κι αυτό που προκαλείται, απευθύνεται εξίσου δυναμικά στους δημιουργούς αλλά και στους θεατές. Κάτι που νιώθω να μου λείπει συχνά στη σύγχρονη τέχνη και στο σινεμά.

Οι «Συναντήσεις με Αξιοσημείωτους Ανθρώπους» και οι ήρωες τους έδωσαν πολύτιμες απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, μου ‘δειξαν τους τρόπους να έρθω πιο κοντά σε δύσκολες ιστορίες και σε αληθινούς σουπερήρωες (αν και ανήκουν σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες), και κυρίως δημιούργησαν μιαν ευέλικτη κινηματογραφική ομάδα «παντός καιρού».

Οι έντονα δραστηριοποιημένοι σκηνοθέτες και οραματιστές για την πορεία του ντοκιμαντέρ στον 21ο αι. Παναγιώτης Παπαφράγκος και Γιώργος Κραββαρίτης, μέσα από την εμπειρία αυτής της διαδικασίας, βοήθησαν να σχηματιστεί η ιδέα της δημιουργίας μιας διαδραστικής και πολυμεσικής πλατφόρμας με επαυξημένο υλικό: επιπλέον ταινίες που έφτασαν τις 180. Μιας πλατφόρμας που θα περιέχει συζητήσεις με τους θεατές και μια απευθείας επαφή με τις ομάδες που υποστηρίζουν τα κύρια θέματα των ταινιών: την αστεγία, το προσφυγικό, τη μετανάστευση, την οικονομική κρίση, τον εγκλεισμό, την επανένταξη, τα αδέσποτα, την εκπαίδευση & τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες σε χώρους κράτησης, και την καινοτομία. Έναν ελεύθερο διαδικτυακό χώρο που θα φιλοξενεί τη συνέχεια των ιστοριών, τις μετακινήσεις των ηρώων και όπου θα εξασφαλιστεί η δημιουργική και δυναμική αλληλεπίδραση των ταινιών με τους πρωταγωνιστές τους και με τους θεατές με διαδραστικό τρόπο.

Αυτή η διάδραση ηρώων, δημιουργών και κοινού που νιώθω πως σχηματοποιεί προτάσεις για μια δυναμική συνέχεια στο σινεμά που δε φοβάται τη ζωή.

H Αφροδίτη Παναγιωτάκου το πίστεψε πρώτη.  Με τη βοήθεια του Πρόδρομου Τσιαβού κι όλης της ομάδας του Onassis Culture, υποστήριξαν την ιδέα αυτή με κάθε τρόπο από την αρχή.

Ο Μισέλ Ρειγιάκ ήταν ένας ήρωας σε δύο από τις ταινίες των «Συναντήσεων με Αξιοσημείωτους Ανθρώπους»,  εισάγοντας τους κινηματογραφιστές στους τρόπους που τα νέα μέσα μπορούν να διευρύνουν την κινηματογραφική εμπειρία και να στηρίξουν την παραγωγή και διανομή των ανεξάρτητων ταινιών (κάτι που έκανε και ως διευθυντής του γαλλικού ΑΡΤΕ). Μαζί με την Submarine Channel στο Άμστερνταμ ανέλαβαν το σχεδιασμό της πλατφόρμας διαδραστικών ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα.

Στην πλατφόρμα αυτή μπορεί να δει κανείς τις ταινίες στην κινηματογραφική εκδοχή τους αλλά και διαδραστικά. Δηλαδή, με επαυξημένο υλικό που περιλαμβάνει 180 νέες ταινίες (πέρα από τις 12 αρχικές), άρθρα, φωτογραφίες και κυρίως θα μπορεί να έρθει σε επαφή με τις ομάδες που στηρίζουν καίρια κοινωνικά θέματα και με τους ήρωες των ταινιών αυτών. Στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Μπορεί η τέχνη να προκαλέσει καίριους κοινωνικούς διαλόγους; Να αφυπνίσει και να δρομολογήσει πιθανές λύσεις ή έστω την ελπίδα; Μπορεί να σπάσει την απομόνωση και τα διαχωριστικά; Είτε κάποιος νιώθει περιθωριοποιημένος, εγκλωβισμένος κι αόρατος, είτε θέλει να μάθει, είτε είναι καλλιτέχνης, είτε ερευνητής, είτε νιώθει αντιήρωας στο περιθώριο, είτε πολίτης που ψάχνει τρόπο να ενεργοποιηθεί, είτε θέλει να βοηθήσει, είτε να βοηθηθεί.

Η Ρένια Παπαθανασίου, που ολοκλήρωσε το σχεδιασμό μαζί την Submarine, θα σας εξηγούσε από την οθόνη τον τρόπο που λειτουργεί η πλατφόρμα αν μπορούσαμε να έχουμε τώρα εδώ τη δυνατότητα προβολής. Ευτυχώς υπάρχει ένα αναλυτικό tutorial μέσα στην εφαρμογή. Μετά θα μπορούσατε να δείτε μερικά παραδείγματα του τρόπου που η κινηματογραφική εμπειρία μιας ώρας μπορεί να διευρυνθεί στο χώρο και το χρόνο και πώς αυτό παραμένει επιλογή του κάθε θεατή, ο οποίος μπορεί να διαμορφώσει την εμπειρία του όπως θέλει.

Κι αυτό είναι κάτι που δεν απειλεί την παραδοσιακή κινηματογραφική αφήγηση αφού την περιλαμβάνει και της δίνει προτεραιότητα. Αλλά συγχρόνως δε φοβάται να χρησιμοποιήσει τα νέα μέσα και το διαδίκτυο δίνοντας στους θεατές ευρύτερες δυνατότητες εμπλοκής και συμμετοχής χωρίς να αντικαθιστά την παραδοσιακή και πρωταρχική κινηματογραφική θέαση κι εμπειρία.

Εδώ μερικά ενδεικτικά παραδείγματα. Θα προτιμούσα να τα δείτε στην οθόνη. Θα προσπαθήσω να τα περιγράψω συνοπτικά αλλά μπορείτε να μπείτε στην πλατφόρμα.

Α. Συναντήσαμε τον Μαραντόνα στη φυλακή ανηλίκων Αυλώνα. Ήταν 20 ή 21. Κι αυτός δεν ήξερε πόσο ακριβώς είναι γιατί δεν ήξερε να μετράει. Είχε ήδη κάνει 3 γάμους και είχε 5 παιδιά. Έκανε μια κλοπή, τον συνέλαβαν, το ομολόγησε και βρέθηκε στη φυλακή όπου πήγε για πρώτη φορά σχολείο και όπου έμαθε να μετράει και να γράφει. Εκεί πρωταγωνίστησε σε μια θεατρική παράσταση που έγινε η βάση του σεναρίου της ταινίας Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ. Στην ταινία, ενώ ο Μαραντόνα μιλάει on camera από τη φυλακή, ο θεατής μπορεί να δει στο επαυξημένο υλικό τη ζωή του αργότερα (όταν θα αποφυλακιστεί) σε μια συγκλονιστική σκηνή όπου η αστυνομία γκρεμίζει τον παράνομο τσιγγάνικο καταυλισμό όπου θα μείνει μετά την αποφυλάκισή του. Ο Μαραντόνα μας ξύπνησε χαράματα, ώστε με τη βοήθεια της κάμερας και του συνεργείου να καταφέρει να εξασφαλίσει μια διορία από τις μπουλντόζες και ώστε να προλάβει να μεταφέρει τα πράγματά του· γιατί οι περισσότερες καλύβες γκρεμίζονταν μαζί με όλα τα περιεχόμενά τους.

Β. Υπάρχουν κάποιοι πολέμιοι της υιοθεσίας αδέσποτων από την Ελλάδα στο εξωτερικό. Ισχυρίζονται ότι τα ζώα δίνονται για πειράματα και παράνομες δραστηριότητες. Από την ταινία  «Greek Animal Rescue»  μπορείτε να δείτε δύο βίντεο με επαυξημένο υλικό και με εμφανή ολόκληρη τη διαδικασία πώς τα βρίσκει ο θεατής:

στο πρώτο 100 υιοθετημένοι σκύλοι από την Ελλάδα τρέχουν ευτυχισμένοι στην νέα τους πατρίδα, τη Βρετανία. Τα περισσότερα απ’ αυτά τα αδέσποτα βρέθηκαν τραυματισμένα στον Ασπρόπυργο με προσδόκιμο ζωής ένα χρόνο. Αυτό συνέβη άρχιζαν τα γυρίσματα της ταινίας. Η κάμερα αποτύπωσε αυτά τα ζώα, στο επαυξημένο βίντεο που θα δείτε, να ζουν ευτυχισμένα με τις νέες οικογένειές τους 5 χρόνια μετά. Διαψεύδοντας τους γιατρούς.

Στο δεύτερο βίντεο ένας υδραυλικός αποφασίζει να αλλάξει δουλειά. Επειδή εναντιώνεται στην ιδέα να θανατώνονται τα ζώα που έχουν μείνει ανάπηρα, άρχισε να κατασκευάζει (με τα υλικά του υδραυλικού) αναπηρικά αμαξίδια για ζώα πολύ πιο φτηνά από τα εισαγόμενα. Τα πιο πολλά από αυτά τα δωρίζει σε όσους δεν έχουν τη δυνατότητα να τα αγοράσουν προκειμένου να μη θανατωθεί ένα ανάπηρο ζώο και να μπορεί να τρέχει ευτυχισμένο. Τώρα έχει μια εταιρεία που τροφοδοτεί ολόκληρη την Ελλάδα.

Οι διαδρομές των ηρώων της πλατφόρμας διατρέχουν ολόκληρη την υφήλιο με αφετηρία ή σημαντικό σταθμό την Αθήνα διευρύνοντας έτσι την κάθε ιστορία στο χώρο όπως και στο χρόνο. Για παράδειγμα, η οικογένεια του Μιλάντ. Η διαδραστική εμπειρία της ιστορίας της οικογένειάς του ξεκινάει από το Αφγανιστάν και καταλήγει στη Γερμανία.  Ένα άλλο παράδειγμα ο Ανδρέας Ραπτόπουλος που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά drones για ειρηνικούς σκοπούς, με φάρμακα και είδη πρώτης ανάγκης, πριν από οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο. Η πορεία του από την Αθήνα περνάει από το Μπουτάν, το Λονδίνο, τις χώρες του Τρίτου Κόσμου για να φτάσει στο Σίλικον Βάλει και την Ελβετία.

Εδώ λοιπόν έχουμε το θεατή ως αυτόπτη σε δύσκολα προσπελάσιμες περιοχές και ιστορίες, τους ήρωες των ταινιών συμμέτοχους στο τελικό αποτέλεσμα και τις ταινίες «όπλα» στα χέρια τους ώστε να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, ορατότητα και λύσεις. Και την Αθήνα ως κέντρο, αφετηρία και «τράπεζα» συγκλονιστικών ιστοριών που περιέχουν όλα τα κρίσιμα και επείγοντα θέματα της εποχής.

Και αυτά μέσα από ταινίες που γίνονται δημιουργικοί πυρήνες δράσεων σε όλες τις φάσεις τους (από την προετοιμασία τους έως και τις προβολές τους) χρησιμοποιώντας τα νέα μέσα και το διαδίκτυο που δίνουν νέες και εναλλακτικές μορφές παρουσίας τους χωρίς να αντικαθιστούν ή να απειλούν τον αρχικό προορισμό τους: τη μεγάλη οθόνη.

Η ομάδα Documatism λοιπόν, με αφετηρία όσα σας περιέγραψα, συνεχίζει και διαρκώς εμπλουτίζεται και με νέους ήρωες, συνεργάτες, καλλιτέχνες και θεματολογία· κάποιους βρήκε ήδη εδώ στο φεστιβάλ της Δράμας αυτή τη βδομάδα. Η ομάδα οργανώνει δημόσιες δράσεις που δίνουν εναλλακτικούς τρόπους παρουσίασης και διακίνησης των ταινιών της. Συγχρόνως μοιάζει με μια ανοιχτή θεματολογική τράπεζα συναρπαστικών ιστοριών και ηρώων (όπως είπε η Βαρβάρα). Τώρα δουλεύουμε εντατικά με τους Αφροέλληνες.

Το έργο “the AfroGreeks” ξεκίνησε το 2014 ως µέρος ενός δηµόσιου διαλόγου, στην Κυψέλη, για την Αφρικανική κοινότητα στην Αθήνα και συνεχίστηκε µε την παρουσία του σε εκθέσεις τέχνης ως εγκατάσταση βίντεο και ως ένα εργαστήριο που συνοδεύεται από ζωντανές εκδηλώσεις και συζητήσεις. Η πρώτη εγκατάσταση προβλήθηκε στη βιβλιοθήκη για μετανάστες «We Need Books» στην Κυψέλη και στην Καθολική εκκλησία όπου γίνονταν παράλληλα διάφορες εκδηλώσεις από την Αφρικανική Κοινότητα.  Είναι η πρώτη φορά που ακούστηκε δημόσια η λέξη Αφροέλληνας, και που κυρίως μέσω του ινσταγκραμ άρχισε να υιοθετείται από νεαρούς αφρικανικής καταγωγής που προσεγγίζουν το έργο ψαχνοντας τρόπους να εκφραστούν. Οι 140 Αφροέλληνες που πρωταγωνιστούν (ως τώρα) στα βίντεο της εγκατάστασης του έργου ζουν και δουλεύουν στην Ελλάδα, είναι περήφανοι για την καταγωγή τους, διεκδικούν το δικαίωµα να είναι καλλιτέχνες και πασχίζουν µε κάθε τρόπο να εκφραστούν. Η δημιουργική συμμετοχή τους στο συλλογικό έργο “the AfroGreeks” τους δίνει ένα βήµα έκφρασης με στόχο να γίνουν ορατοί, να δηλώσουν πως είναι καλλιτέχνες σχηματοποιώντας μια ηχηρή αντίδραση εναντίον κάθε ρατσισμού μέσα από ένα έργο τέχνης στο οποίο συμμετέχουν δημιουργικά με κάθε τρόπο.

Στα πλαίσια του έργου δουλεύει μια ομάδα κρούσης η οποία λειτουργεί συμβουλευτικά και υποστηρικτικά σε θέματα που αφορούν τους ήρωες του έργου και ευρύτερα τα παιδιά δεύτερης γενιάς στην Ελλάδα που βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωποι με μια αμείλικτη γραφειοκρατία, με νόμους που αλλάζουν αιφνίδια, με προκαταλήψεις, διακρίσεις και εκμετάλλευση. Αυτή τη βδομάδα εδώ είχαμε δύο πετυχημένα παραδείγματα.

Η Βαρβάρα λοιπόν επέμενε να γίνει αυτή η ενημέρωση και η συνάντηση μαζί σας με στόχο να αρχίσει μια κουβέντα για τους τρόπους που διαχειρίζεται κανείς τη δυσκολία και τους τρόπους που το σινεμά μπορεί να τροφοδοτείται από την πραγματικότητα και πως μπορεί να δημιουργεί ενδιαφέρουσες διαδράσεις με τους ήρωες του, τους δημιουργούς και τους θεατές σε μια εποχή που οι συγκλονιστικές ιστορίες διαδραματίζονται παντού γύρω μας συνήθως αόρατες. Και πώς τα νέα μέσα και το διαδίκτυο μπορούν να λειτουργήσουν δημιουργικά και υποστηρικτικά στο κινηματογραφικό μέσο κι όχι μόνο ισοπεδωτικά όπως κάνουν συχνά».

 

MASTERCLASS – Enrico Vannucci, Ben Vandendael, Judith Wajsgruz | THU 16/9, 15:00

Masterclass

Festival Sales and Distribution – How does it work?

“Festival Sales and Distribution – How does it work?” (Φεστιβαλικές πωλήσεις  και διανομή – πώς λειτουργεί;), ήταν το θέμα που απασχόλησε το masterclass του Εκπαιδευτικού Προγράμματος του 44ου Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμα ς το μεσημέρι της Τετάρτης 16 Σεπτεμβρίου στον θερινό κινηματογράφο «Αλέξανδρος».

Για το θέμα μίλησαν οι Enrico Vannucci, προγραμματιστής στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, ο Ben Vandendael, πράκτορας πωλήσεων (sales agent, radiator sales), καθώς και η Judith Wajsgruz διανομέας ταινιών στην Salaud Morisset, η οποία αναλαμβάνει τη διανομή αλλά και την παραγωγή ταινιών μικρού μήκους. Τη συζήτηση συντόνισε ο Γιώργος Ζώης, Σκηνοθέτης και Head Programmer του Διεθνούς Διαγωνιστικού Προγράμματος της 44ης διοργάνωσης του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας.

Κατά τη διάρκεια του διαλόγου που πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή του κοινού δόθηκαν ενδιαφέρουσες απαντήσεις σε μία σειρά από σημαντικά ερωτήματα όπως είναι ο τρόπος προσέγγισης των παραπάνω ειδικοτήτων από την πλευρά των παραγωγών με τον κ. Ben Vandendael να σημειώνει πως η τεχνολογία έδωσε μια πολύ σημαντική ώθηση στον τομέα αυτό και είναι πλέον «σχετικά εύκολη η προσέγγιση».

Από την πλευρά του ο κ. Enrico Vannucci, αναφερόμενος στον τομέα δραστηριοποίησης του, επεσήμανε πως η επιλογή μίας ταινίας σε ένα διεθνές φεστιβάλ είναι συνδυασμός πολλών παραγόντων, οι «οποίοι εξετάζονται κάτω από διάφορα πρίσματα μεταξύ των οποίων η ισορροπία στο πρόγραμμα, οι προοπτικές της ταινίας καθώς και το γενικότερο ύφος του φεστιβάλ στο οποίο θα προβληθεί».

Η κα Judith Wajsgruz μιλώντας για τις σχέσεις και τη συνεργασία που αναπτύσσεται πολλές φορές μεταξύ των ειδικοτήτων των τριών ομιλητών (διανομέας, programmer, sales agent) παρατήρησε πως «προσπαθούμε να κάνουμε το καλύτερο για την προώθηση και τη διανομή της ταινίας, καθώς δουλεύουμε μαζί και συνεργαζόμαστε».

Για το Γραφείο Τύπου
Δημήτρης Καστώρης

MASTERCLASS - GEORGIA KAKOUDAKI, JOHN STEPHENS | WED 15/9

Masterclass με την Τζωρτζίνα Κακουδάκη και τον John Stephens

“From the idea to logline – one sentence matters”

Με τη θεωρητικό θεάτρου και σκηνοθέτρια Τζωρτζίνα Κακουδάκη και τον script editor και σύμβουλο σεναρίου John Stephens συνεχίστηκαν τα masterclasses του 44ου DISFF το μεσημέρι της Τετάρτης 15 Σεπτεμβρίου 2021, στο θερινό κινηματογράφο «Αλέξανδρος». O τίτλος του masterclass ήταν «Από μία ιδέα σε μία πρόταση» – “From the idea to logline – one sentence matters”.

Η Τζωρτζίνα Κακουδάκη αναφέρθηκε στην ιδέα ως φιλοσοφία και το πώς αυτή, μπορεί να μετουσιωθεί σε μια πρόταση. Μέσα από μια σειρά ερωτημάτων, άλλες φορές ρητορικών και άλλες όχι, η θεωρητικός και σκηνοθέτρια έδωσε στο κοινό τις βάσεις ώστε να μπορέσουν να δημιουργήσουν κινηματογραφικά έργα από στερεότυπες ιδέες και ταυτόχρονα μετατρέποντας τες σε πρωτότυπες μέσα από μια δημιουργική σύνθεση.

Μεταξύ άλλων η κα Κακουδάκη σημείωσε: «Την ιδέα την έχεις εσύ; Ή την έχει και κάποιος άλλος; Η ιδέα είναι πολύπλευρη σε αρκετούς τομείς. Πως καταλαβαίνουμε ότι μια ιδέα είναι δική μας; Μιλάμε για γενική ιδέα; Παραμένει δική μας η ιδέα;»

O script editor και σύμβουλος σεναρίου John Stephens έκανε ιδιαίτερη αναφορά στο logline του σεναρίου των ταινιών και πως αυτό μπορεί να επηρεάσει την πορεία μιας ταινίας.

Φέρνοντας παραδείγματα logline γνωστών ταινιών τα οποία όμως προσομοίαζαν μεταξύ τους, αλλά ήταν από ταινίες με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο, συνέδεσε την τοποθέτηση του με την ομιλία της κας Κακουδάκη αναφορικά με την προέλευση και την ιδιοκτησία της ιδέας.

Μέσα από ερωτήσεις που απηύθυνε στο κοινό ο κος Stephens έδωσε μια μεγαλύτερη αμεσότητα στην παρέμβασή του, ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην καθοριστική σημασία του logline μιας ταινίας στην προώθησή της.

Master Class - Barbara Dukas | TUE 14/9, 13:30

«Describe the movie you want to do: Pitching – The necessary evil»

Masterclass με την σκηνοθέτρια και επικεφαλής του Εκπαιδευτικού Προγράμματος του DISFF Βαρβάρα Δούκα

Στο πλαίσιο των masterclasses που πραγματοποιούνται φέτος στο 44ο DISFF η σκηνοθέτρια και επικεφαλής του Εκπαιδευτικού Προγράμματος του φεστιβάλ Βαρβάρα Δούκα μίλησε το μεσημέρι της Τρίτης στο θερινό κινηματογράφο «Αλέξανδρος» για το pitching, «το απαραίτητο “κακό’’», όπως το χαρακτηρίζει η ίδια, στο σύμπαν των απανταχού μικρομηκάδων, συνομιλώντας με νέους κινηματογραφιστές από όλο τον κόσμο: από την Ελλάδα και την Κύπρο, τη Σερβία, τη Σουηδία και τις ΗΠΑ που βρίσκονται στη Δράμα, αλλά και από την Νότια Αφρική, την Ινδία, την Αίγυπτο, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ισπανία, την Αρμενία, το Καμερούν και την Πορτογαλία που συμμετείχαν διαδικτυακά.

Κατά τη διάρκεια του ωριαίου masterclass η Βαρβάρα Δούκα παρουσίασε τη φιλοσοφία του pitching, μίλησε για τις θεμελιώδεις αρχές του και την χρησιμότητα της μεθοδολογίας του, ενώ απάντησε σε δεκάδες ερωτήσεις των νέων κινηματογραφιστών που συμμετείχαν και τους έδωσε χρήσιμες συμβουλές, προκαλώντας τους κυρίως να αναρωτηθούν για το κίνητρο που τους οδηγεί να κάνουν μία ταινία –«γιατί μιλάει αυτό το θέμα μέσα μου, σε τι με αφορά, που βρίσκομαι εγώ μέσα στην πλοκή, τελικά γιατί θέλω να κάνω αυτήν την ταινία;» –τονίζοντας ότι η αυθεντικότητα μιας ιδέας είναι το κέντρο ενός καλού pitch.

«Το pitching είναι το απαραίτητο “κακό’’. Είναι το νευρικό, αλλά και επίμονο ξωτικό που γαργαλάει την τεμπελιά και τη συμμόρφωσή σας σε έναν σκοπό…. Μπορεί όμως να αποδειχθεί το στοιχείο που χρειάζεστε για να αναπτύξετε την ταινία σας», τόνισε ξεκινώντας την εισήγησή της. Σύμφωνα με την κ. Δούκα, το pitching δεν αντιμετωπίζεται από τους εκπαιδευτές του Φεστιβάλ Δράμας μόνο ως ο τρόπος εξεύρεσης χρημάτων ή προώθησης των σχεδίων αλλά «και για να βελτιώσει ο δημιουργός τις δυνατότητες της ιστορίας του ως προς το κοινό που απευθύνεται, ως το εργαλείο για να επεξεργαστούμε τις ιδέες, να εμβαθύνουμε στις ιστορίες, να γνωρίσουμε καλύτερα τους χαρακτήρες και να μάθουμε να χρησιμοποιούμε λιγότερες λέξεις για να παρουσιάσουμε τις επιθυμίες μας και τα όνειρα μας…».

Να σημειωθεί ότι ναυαρχίδα του Εκπαιδευτικού Προγράμματος (Lab) του DISFF παραμένει το Drama Pitching Lab, που επιμελείται η Βαρβάρα Δούκα και λειτουργεί εδώ και 8 χρόνια, από το οποίο έχουν παραχθεί περισσότερες από 20 ταινίες μικρού μήκους, ταινίες οι οποίες έχουν μια αξιοσημείωτη πορεία σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Στόχος του φεστιβάλ είναι αυτές οι δράσεις να αναπτυχθούν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, γι’ αυτό και ο ετήσιος προγραμματισμός του Lab περιλαμβάνει πλέον μια σειρά από εργαστήρια, προβολές και masterclasses.

Καθώς το Φεστιβάλ Δράμας κρίνει επιτακτική την ανάγκη στοχευμένων εκπαιδευτικών δράσεων ειδικά στους τομείς του σεναρίου και του development, φέτος για πρώτη φορά εντάχθηκαν στο πρόγραμμα του, masterclasses τα οποία, όπως εξηγεί η Β. Δούκα, «απευθύνονται σε όλο το industry, γι’ αυτό αρχίζουν ακριβώς μετά τα Q&A των σκηνοθετών και το μάθημα του Pitching Lab, και καλούνται να ενώσουν όλη την εβδομάδα, τους εκπαιδευόμενους στο Εργαστήριο Pitching, τους καλεσμένους σκηνοθέτες και παραγωγούς στο φεστιβάλ και τους επισκέπτες της πλατφόρμας (σ.σ. θυμίζουμε ότι τα masterclasses παρουσιάζονται και σε live streaming), για να μοιραστούν από κοινού τη γνώση των εκπαιδευτών μας (σ.σ. εκτός από την Βαρβάρα Δούκα, οι Τζωρτζίνα Κακουδάκη, Στάθης Παρασκευόπουλος, John Stephens, Sari Volanen). Όλη την εβδομάδα, ακολουθήθηκε η σειρά: σενάριο (με τον Παναγιώτη Ιωσηφέλη), οδηγίες για το τι είναι Pitching (με εμένα), τι σημαίνει με μία φράση μόνο να μπορείς να περιγράψεις την ιδέα σου (από τον John Stephens και τη Τζωρτζίνα Κακουδάκη την Τετάρτη), πληροφορίες από τους sales agents (την Πέμπτη) και φυσικά το Pitching Forum (την Παρασκευή) για να οδηγηθούμε το Σάββατο σε μία ‘δημιουργική’ έξοδο, με τον Μενέλαο Καραμαγγιώλη για νέες δυνατότητες στην οπτική του “δημιουργώ μία ταινία”».

Πηγαίνοντας, δηλώνει η Βαρβάρα Δούκα «προς νέες ταινίες και νέες ιδέες, σε νέες δεξαμενές θεματολογίας, σε έναν κόσμο που αλλάζει, αυτό που διαπιστώνω είναι ότι μπορεί οι μέθοδοι παραγωγής να αλλάζουν, τα εργαλεία να εξελίσσονται, η κινηματογραφική γλώσσα να αποκτά καινούριες διαλέκτους, η αλήθεια παραμένει όμως μόνο μία: Όλοι –και λέγοντας όλοι, εννοώ και τους παραγωγούς και το κοινό– δε χρειάζονται τίποτε άλλο παρά μία καλή ιστορία… Τι είναι καλή ιστορία; Αυτή που τους συν-κινεί… Δηλαδή αυτή που βάζει σε κίνηση, το μυαλό, το συναίσθημα, τη ψυχή τους…. Για να το πετύχουμε αυτό χρειάζεται να διευρύνουμε τους ορίζοντες μας, να ταξιδέψουμε, να γνωρίσουμε, να διαβάσουμε ή να δούμε ιστορίες άλλων, και αυτό είναι η εκπαίδευση… Το κυριότερο όμως ταξίδι χρειάζεται να το κάνουμε προς τον εαυτό μας. Αυτόν θα συναντήσουμε σε κάθε ιστορία που θέλουμε να κάνουμε ταινία και με αυτόν θα δώσουμε τις μεγαλύτερες μάχες… Εκπαίδευση σημαίνει μαθαίνω να επικοινωνώ – Επικοινωνώ σημαίνει γνωρίζω τον εαυτό μου».

Για το Γραφείο Τύπου
Μαρίνα Αγγελάκη

Παναγιώτη Ιωσηφέλη

«Scripta manent»: masterclass με τον σεναριογράφο και Αναπληρωτή Καθηγητή του ΑΠΘ Παναγιώτη Ιωσηφέλη

Μία σειρά από πολύ ενδιαφέροντα masterclasses εντάσσεται φέτος στο ανανεωμένο LAB, το νέο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, το οποίο συνεχίζεται με την διεξαγωγή, για όγδοη χρονιά, του Εργαστηρίου Pitching (13-16/9) και του Pitching Forum (17/9).

Master Class – Panagiotis Iosifelis

Το πρώτο masterclass του 44ου DISFF με τίτλο «Scripta manent» πραγματοποιήθηκε χθες το μεσημέρι στο θερινό κινηματογράφο «Αλέξανδρος», με κεντρικό θέμα τις ιδιαιτερότητες του σεναρίου της μικρού μήκους ταινίας και εισηγητή τον Παναγιώτη Ιωσηφέλη, σεναριογράφο και Αναπληρωτή Καθηγητή, με γνωστικό αντικείμενο το σενάριο, στο Τμήμα Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ.

Η επικεφαλής του Εκπαιδευτικού Προγράμματος του Φεστιβάλ Δράμας, Βαρβάρα Δούκα, καλωσόρισε το κοινό και σημείωσε ότι «το μεγάλο στοίχημα που θέλουμε να επιτύχουμε με το Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα του φεστιβάλ από δω και στο εξής, είναι να συνδέσουμε την εγχώρια κινηματογραφία με το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Μεγαλεπήβολος στόχος αλλά όχι ανέφικτος – το έχουμε δει ήδη να συμβαίνει στο Pitching Lab», τόνισε δίνοντας το λόγο στον καλλιτεχνικό διευθυντή του φεστιβάλ, Γιάννη Σακαρίδη, ο οποίος ευχαρίστησε με τη σειρά του τον κ. Ιωσηφέλη για τη συμμετοχή του στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της φετινής διοργάνωσης σημειώνοντας ότι στο Φεστιβάλ Δράμας «πιστεύουμε πολύ στην εκπαίδευση και στόχος μας είναι να συνδεθούμε με τις καλύτερες κινηματογραφικές σχολές του κόσμου αλλά και το Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα του φεστιβάλ να αναπτυχθεί σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς».

Εκφράζοντας τη συγκίνησή του για την παρουσία του στο φεστιβάλ ο Παναγιώτης Ιωσηφέλης, μίλησε καταρχάς για την αγάπη και τη νοσταλγία που νιώθει πάντα για τη Δράμα, μιας και ο ίδιος επισκεπτόταν την πόλη ως διαγωνιζόμενος για επτά συναπτά χρόνια. Απευθυνόμενος στους νέους κινηματογραφιστές, τόνισε ότι πράγματι η Δράμα είναι η πόλη των νέων δημιουργών και πρόσθεσε ότι «είναι και η πόλη όπου για πρώτη φορά ερχόμαστε ως άπειροι και αντιμέτωποι με το θεσμικό πλαίσιο του κινηματογράφου, όπως αποκωδικοποιείται αυτό για τον καθένα».

Με βάση τρεις βασικούς αφηγηματικούς πυλώνες, όπως χαρακτηρίζει ο ίδιος το «λεπτόγραμμα» του Ζορζ Περέκ, τη «θεωρία του παγόβουνου» του Έρνεστ Χέμινγουεϊ και τον «κανόνα του όπλου» του Άντον Τσέχωφ, ο κ. Ιωσηφέλης μίλησε για τη μικρού μήκους ταινία και έθιξε τα δομικά προβλήματά της σε μία σύντομη και περιεκτική εισήγηση.

Εκκινώντας από το ζήτημα της ενεργοποίησης της δημιουργικότητας, αναφέρθηκε στον Γάλλο μυθιστοριογράφο, δοκιμιογράφο και δημιουργό ταινιών Ζορζ Περέκ και στο εγχείρημα του λεπτογράμματος. «Στα Πρακτικά του Α’ Συνεδρίου των Ελλήνων σεναριογράφων το 1989 είναι καταγεγραμμένη η εισήγηση του Γάλλου σεναριογράφου Ροζέ Καχάν που επιχειρώντας να καταδείξει το σημαντικό ρόλο του περιορισμού στην δημιουργική διαδικασία αναφέρεται στον Περέκ, ο οποίος έβρισκε δημιουργικό να επιβάλει στον εαυτό του περιορισμούς, μερικές φορές εντελώς αυθαίρετους και ενοχλητικούς, σχεδόν αδιέξοδους. Ο Περέκ κατάφερε να γράψει ένα τριακοσίων σελίδων μυθιστόρημα, με τίτλο La disparition (1969) χωρίς να χρησιμοποιήσει το γράμμα ε, το συνηθέστερο γράμμα στη γαλλική γλώσσα». Ο Καχάν, σημειώνει ο Π. Ιωσηφέλης, «μελετώντας την αξιοθαύμαστη αυτή προσπάθεια του λεπτογράμματος, αναφέρει πως αυτός ο εθελούσιος περιορισμός του συγγραφέα τον οδήγησε να συλλάβει καινούργιες εκφραστικές φόρμες και να αναζητήσει νέα μοντέλο έκφρασης. Όπως συμπεραίνει ο Καχάν, ο περιορισμός μπορεί να λειτουργήσει δημιουργικά». Στη συνέχεια ο κ. Ιωσηφέλης αναφέρθηκε στους πρώτους προβληματισμούς του Έρνεστ Χέμινγουεϊ για τη μικρή φόρμα και στη θεωρία του «παγόβουνου», ή αλλιώς της «παράλειψης», η οποία «διατυπώνεται για πρώτη φορά στο 16ο κεφάλαιο του βιβλίου του Χέμινγουεϊ Death in the afternoon (1932): η ομορφιά και η αξιοπρέπεια ενός παγόβουνου έγκειται στο γεγονός ότι μόνο το ένα όγδοο, η κορυφή του και μόνο, βρίσκεται πάνω από το νερό». Επίσης, συνεχίζει ο Π. Ιωσηφέλης, «σύμφωνα με το γνωστό κανόνα του όπλου που διατύπωσε ο Άντον Τσέχωφ -αν στο πρώτο κεφάλαιο του σεναρίου σας υπάρχει ένα όπλο, στο τρίτο κεφάλαιο πρέπει να εκπυρσοκροτήσει αλλιώς δεν υπάρχει λόγος να βρίσκεται εκεί καθόλου- κάθε αντικείμενο που έχει εισαχθεί σε ένα αφηγηματικό σύστημα πρέπει να υπηρετήσει ένα σκοπό – αν δεν έχει κανένα σκοπό, θα πρέπει να εξαλειφθεί καθώς προκαλεί μόνο περισπασμούς». Κάπου ανάμεσα στον δημιουργικό αυτοπεριορισμό του Περέκ, το «παγόβουνο» του Χέμινγουεϊ και το «όπλο» του Τσέχωφ πρέπει να κινούνται οι ταινίες μικρού μήκους, καταλήγει ο κ. Ιωσηφέλης, καθώς, «η αφηγηματική τους κατασκευή εκ των πραγμάτων περιέχει το ένα όγδοο του σώματος της ιστορίας».

Μιλώντας για τον χρονικό περιορισμό στη μικρή φόρμα αναφέρθηκε στον ορισμό που έδωσε o Έντγκαρ Άλαν Πόε στο δοκίμιό του Φιλοσοφία της σύνθεσης το 1846, αναφερόμενος στο λογοτεχνικό διήγημα, ότι «πρόκειται για ένα οποιοδήποτε κείμενο που διαβάζεται σε μία δόση». Θυμίζοντας δε, ότι «με τον όρο μικρού μήκους στο σινεμά αναφερόμαστε γενικά σε μια ταινία που η διάρκειά της είναι κάτω από 40 λεπτά», σημείωσε ότι «ο εγγενής αυτός περιορισμός διαμορφώνει το σύνολο του αφηγηματικού συστήματος του σεναρίου μικρού μήκους, που συχνά παραβλέπεται από τους δημιουργούς και τους δασκάλους», παρατηρώντας εμφατικά ότι «η μικρού μήκους ταινία μελετάται με όρους μεγάλου μήκους με αποτέλεσμα να προκαλούνται δομικές και άλλες ασάφειες».

Αναφορικά με τη δομή της μικρού μήκους, σημείωσε ότι «σύμφωνα με Φιλντ το σενάριο πρέπει να έχει αρχή, μέση, τέλος, και το καθένα ένα από τα στοιχεία αυτά αντιστοιχεί σε μια πράξη. Στο ίδιο μήκος κύματος περίπου κινείται και η Λίντα Σέγκερ, η οποία υποστηρίζει πως η δραματουργική δομή αναπτύσσεται σε τρεις φάσεις: την εισαγωγή (set up), την ανάπτυξη (development) και την επίλυση (resolution), που δεν απέχει από τη δήλωση ενός συγγραφέα Vaudeville του 19ου, ο οποίος συμβούλευε ένα σύγχρονο του συγγραφέα να ακολουθεί την παρακάτω σειρά: ‘’πες τους τι πρόκειται να κάνεις, κάντο και μετά πες τους ότι το έκανες…’’».

Στη συνέχεια της εισήγησής του, κατά την οποία επικεντρώθηκε στις ιδιαιτερότητες του σεναρίου μικρού μήκους σε σχέση με ένα αντίστοιχο μεγάλης διάρκειας και πώς αναμορφώνονται σε σχέση με τη σύντομη διάρκεια της, ο Π. Ιωσηφέλης αναφέρθηκε εκτενώς στους χαρακτήρες. Μίλησε για την ενσυναίσθηση και την ταύτιση και ανέφερε πως «η κοινωνική ψυχολογία, μέρος των πορισμάτων της οποίας αξιοποιούμε συχνά στη δραματουργία, έχει αποδείξει πως η ενεργοποίηση του ενδιαφέροντος για κάποιον άνθρωπο συμβαίνει υπό συγκεκριμένους όρους. Μας αρέσουν ή ενδιαφερόμαστε για χαρακτήρες που: είτε λυπόμαστε, είτε συμπαθούμε, είτε θαυμάζουμε». Στη μικρού μήκους ο χρόνος εκ των πραγμάτων όμως υπαγορεύει μια ταχύτητα εγκατάστασής του κεντρικού χαρακτήρα πολλαπλάσια από την αντίστοιχη στη μεγάλου μήκους. «Πρέπει όσο πιο γρήγορα γίνεται» τόνισε «να μάθουμε ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος και τι συμβαίνει ώστε αυτός να συμπεριφερθεί διαφορετικά. Ή όχι. Οι θεατές συνήθως ταυτίζονται και ακολουθούν τον πρώτο κύριο χαρακτήρα που βλέπουν, επομένως εισάγετε πρώτο τον πρωταγωνιστή». Και πρόσθεσε ότι, «ο Αμερικανός διηγηματογράφος Κουρτ Βόνεγκατ στο βιβλίο του Bagombo Snuff Box: Uncollected Short Fiction, όπου απαριθμεί οκτώ κανόνες για τη γραφή της μικρής φόρμας, προτείνει ότι πρέπει να φερόμαστε σαδιστικά στους χαρακτήρες μας: ‘’Όσο γλυκείς και αθώοι και να είναι οι πρωταγωνιστές σας, κάντε να τους συμβούν φρικτά πράγματα, για να δει ο αναγνώστης από τι είναι φτιαγμένοι’’». Μίλησε επίσης για το «εξωκειμενικό τέλος» αλλά και το σασπένς ως βασικό αφηγηματικό πυλώνα στην πλοκή της μικρής φόρμας, που, όπως εξήγησε, δομείται από δύο στοιχεία: ένα set up, στο οποίο δίνονται όλες οι πληροφορίες για τους χαρακτήρες και το περιβάλλον της ιστορίας που πρέπει να δημιουργεί μια προσμονή, καθώς και ένα punchline (αλλιώς pay off). «Η ικανότητα του συγγραφέα έγκειται στο να καταφέρει το punchline να μην είναι αναμενόμενο και να αιφνιδιάσει», συμπλήρωσε και τόνισε πως «είναι χρέος του αφηγητή να εκπλήξει το θεατή, δημιουργώντας ένα ανατρεπτικό τέλος». Αν εκτός της βασικής αριστοτελικής συνθήκης (ότι ο χαρακτήρας διασαφηνίζεται μόνο μέσω των πράξεών του), «συνυπολογίσουμε και τη θέση του Κ. Στανισλάφσκι», σημειώνει επίσης ο Π. Ιωσηφέλης, «ο χαρακτήρας χτίζεται όχι μόνο σε σχέση με τη δράση του αλλά και πάνω στην ένταση που προκαλείται σε αυτόν από τη διάσταση ανάμεσα σε αυτό που θα ήθελε ο ίδιος να κάνει και αυτό που του υπαγορεύει το κοινωνικό σύνολο να κάνει στην συγκεκριμένη συνθήκη. Έτσι αν ο Αριστοτέλης δίνει έμφαση στη δράση του χαρακτήρα ως χαρακτηριστικό του, ο Στανισλάφσκι προτείνει ότι η συμπεριφορά του μπορεί να κρύβει και να αποκαλύπτει μια διαφορετική εσωτερική ζωή. Αυτή ακριβώς η διάκριση ανάμεσα στην εσωτερική ζωή του χαρακτήρα και τη δράση του είναι μια από τις βασικές στρατηγικές ανάπτυξης του χαρακτήρα της σύντομης αφήγησης» τόνισε.

Τέλος, έκανε μια σαφή διάκριση μεταξύ της αφήγησης και της εξιστόρησης, εξηγώντας ότι «σύμφωνα με τους Ρώσους φορμαλιστές του 19ου αιώνα, σε κάθε αφηγηματικό σύστημα υπάρχει ένα φάμπουλα, μία πρώτη ύλη, όπου το κάθε υποκείμενο έχει τη δική του οπτική γωνία. Ο τρόπος που διαχειρίζεται την πρώτη ύλη το υποκείμενο περιέχει πλοκή και αυτό είναι αφήγηση, ενώ καταγεγραμμένο το ιστορικό πλαίσιο, η ιστορία αφηγηματικά χωρίς την πλοκή, είναι εξιστόρηση. Για παράδειγμα, εξιστόρηση είναι: πρώτα πέθανε ο βασιλιάς, μετά πέθανε η βασίλισσα. Πλοκή είναι: πρώτα πέθανε ο βασιλιάς, μετά πέθανε η βασίλισσα από λύπη».

«Λέμε ιστορίες επιχειρώντας να κατανοήσουμε τον κόσμο γύρω μας και τον κόσμο μέσα μας», σημείωσε ολοκληρώνοντας την εισήγησή του ο Παναγιώτης Ιωσηφέλης. «Επιχειρώντας να ερμηνεύσουμε αλλά και να θέσουμε ερωτήσεις που θα συντελέσουν σε ένα εκ των υστέρων, εξωκειμενικό, αναστοχασμό. Είναι μια βασική ειδοποιός διαφορά μας από όλα τα άλλα έμβια η αφήγηση – είμαστε το μόνο γένος που αφηγείται και αντικείμενο των αφηγήσεων αυτών είναι κάθε ανθρώπινη ενέργεια – ιδιωτική και δημόσια. Και είναι χρέος του αφηγητή, όπως έγραψε ο Σεφέρης, “όχι να ακολουθεί την εποχή του, να είναι ο ίδιος η εποχή του”».

Η Βαρβάρα Δούκα, η οποία παίρνει τη σκυτάλη για το σημερινό masterclass την ίδια ώρα στον ίδιο χώρο, ευχαρίστησε τον Π. Ιωσηφέλη για τα ζητήματα που έθιξε εχθές το μεσημέρι στους νέους κινηματογραφιστές και πρόσθεσε πως το πολύ σημαντικό ερώτημα που τέθηκε σχετικά με τη δεξαμενή ιδεών, πού δηλαδή βουτάμε για να βρούμε ιστορίες εκτός από τον εαυτό μας και πώς τις συνδέουμε με την πραγματικότητα της ζωής μας και την κοινωνική πραγματικότητα, θα απασχολήσει όλους τους συμμετέχοντες των masterclasses καθ’ όλη τη διάρκεια της φεστιβαλικής εβδομάδας.

Για το Γραφείο Τύπου
Μαρίνα Αγγελάκη

Cinematherapy με τον Πάβελ Παβλικόφσκι

Με επιτυχία ολοκληρώθηκε το απόγευμα της Παρασκευής 25/9 το 1ο Workshop Cinematherapy του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, με εισηγήτρια τη Ντενίς Νικολάκου, Σύμβουλο Ψυχικής Υγείας – Κινηματογραφοθεραπεύτρια και προσκεκλημένο τον διάσημο Πολωνό σκηνοθέτη Πάβελ Παβλικόφσκι.

Η ενδιαφέρουσα συνομιλία μεταξύ τους πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά, με το κοινό να παρακολουθεί καθηλωμένο στην αίθουσα εκδηλώσεων «Αντώνης Παπαδόπουλος» του Δημοτικού Ωδείου Δράμας τον Πάβελ Παβλικόφσκι να μιλά με πάθος για τα κίνητρα που τον οδήγησαν να γυρίσει τον «Ψυχρό πόλεμο», την τελευταία του ταινία.

Η κ. Νικολάκου τόνισε πως βασικός στόχος της εκδήλωσης είναι ο κόσμος να γνωρίσει τι είναι η θεραπεία μέσω του κινηματογράφου, με τον ασθενή να γίνεται θεατής μιας ταινίας με πολύ συγκεκριμένο θεραπευτικό σκοπό, προσλαμβάνοντας την ταινία με μία διαφορετική ματιά αφού από την παθητική, μεταφέρεται στην ενεργητική θέαση –κι αυτό έχει ευεργετικά αποτελέσματα για τον ψυχισμό του.

Είπε πως οι ταινίες του Π. Παβλικόφσκι είναι συμβολικές γι΄αυτό και η ίδια τις χρησιμοποιεί συχνά στις συνεδρίες της με ασθενείς καθώς λειτουργούν πολύ καλά.

Η εισαγωγή αυτή στην κινηματογραφοθεραπεία ξεκίνησε με έξι αποσπάσματα της ταινίας «Ψυχρός Πόλεμος» του Πάβελ Παβλικόφσκι, και με τον ίδιο να εξηγεί στο κοινό τις σκέψεις του πίσω από τις συγκεκριμένες σκηνές και να αναλύει τα συναισθήματα που μπορεί να προκαλέσει η κάθε μια από αυτές. Η Ντενίς Νικολάκου δήλωσε πως «τα συγκεκριμένα αποσπάσματα από την ταινία τα διάλεξα διότι ακολουθούν την πορεία της γραμμής της ζωής».

Για παράδειγμα η πρώτη σκηνή δείχνει την πρώτη διαφωνία των δύο ερωτευμένων πρωταγωνιστών του Παβλικόφσκι, του Βίκτορ και της Ζούλα. «Πιστεύω ότι τον άνθρωπο μας τον γνωρίζουμε πραγματικά στον πρώτο τσακωμό. Στη γνωριμία πάντα είμαστε πιο τυπικοί διότι θέλουμε να γίνουμε αρεστοί», σχολίασε η κινηματογραφοθεραπεύτρια. Ο κ. Παβλικόφσκι είπε πως υπάρχουν πολλές οπτικές για να εξηγήσει κάποιος τη συγκεκριμένη σκηνή και αναφέρθηκε στο γεγονός ότι η Ζούλα δεν εμπιστεύεται εύκολα λόγω της βίας που υπήρχε από την πλευρά του πατέρα της, ενώ αμφιταλαντεύεται εάν πρέπει να το κάνει, και ο Βίκτορ από την πλευρά του θυμώνει με αυτό το γεγονός. Λόγω του διαφορετικού μορφωτικού τους επιπέδου οι πρωταγωνιστές αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο και χρόνο.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι πως στο δεύτερο απόσπασμα χορεύουν χαρούμενοι, αλλά ξαφνικά η Ζούλα πάει να πιει ποτό. Ο κ. Παβλικόφσκι σχολίασε αυτήν τη συμπεριφορά, λέγοντας πως η κοπέλα νοιώθει πως ναι μεν το σωστό είναι να ακολουθήσει τον Βίκτορ στη Δύση, αλλά τελικά δεν είναι χαρούμενη γι’ αυτό.
Ο Π. Παβλικόφσκι μίλησε για την ανάγκη που συχνά έχουμε να μένουμε σιωπηλοί καθώς είμαστε με τον σύντροφό μας, μίλησε για την γλώσσα του σώματος των ηρώων του αλλά και την έκφραση συναισθημάτων μέσω της μουσικής στην ταινία του.

Αφού σχολιάστηκαν και τα έξι αποσπάσματα, ο Π. Παβλικόφσκι εκμυστηρεύτηκε στο κοινό πως η μουσική και τα συναισθήματα της ταινίας είναι εμπνευσμένα από τη ζωή των γονιών του, οι οποίοι, παρά τους καβγάδες έμειναν μαζί χάρη σε αυτόν και χάρη στη μουσική. Και πως λόγω του συναισθηματικού φορτίου που κουβαλούσε, ήταν δύσκολο να ολοκληρώσει την ταινία και γι’ αυτό του πήρε σχεδόν 10 χρόνια. «Έκανα ταινίες κουβαλώντας μεγάλες συναισθηματικές «αποσκευές», που φαίνεται πως τελικά λειτούργησαν..», είπε.

Τον λόγο μετά πήρε ο νέος Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας Γιάννης Σακαρίδης, λέγοντας πως είναι μεγάλη τιμή για το Φεστιβάλ η συμμετοχή του Π. Παβλικόφσκι, ο οποίος φέτος είναι μέλος της Κριτικής Επιτροπής του Διεθνούς Διαγωνιστικού Προγράμματος. «Πιστεύω πολύ στην ανάλυση του κινηματογράφου και στις συζητήσεις που μπορείς να έχεις με όλους τους συντελεστές μιας ταινίας. Πραγματικά είμαι πολύ συγκινημένος με αυτήν τη συζήτηση».

Στη συνέχεια η Ντενίς Νικολάκου μπήκε στην αίθουσα εκδηλώσεων «Αντώνης Παπαδόπουλος» για να απαντήσει στις ερωτήσεις των παρευρισκόμενων.
Οι ερωτήσεις είχαν να κάνουν με το τι είναι το cinematherapy και πως μπορεί να βοηθήσει η Κινηματογραφοθεραπεύτρια, όπως και ποια μπορεί να είναι η επίδραση κακών ή ακατάλληλων ταινιών στον ασθενή. Η κ. Νικολάκου δήλωσε πως «οι ταινίες δεν μπορούν να κάνουν κακό. Απλώς χρειάζεται προσοχή στην επιλογή ανάλογα με την περίπτωση του κάθε ασθενή. Εμάς μας ενδιαφέρει να ασχοληθούμε με το κομμάτι της πρόσληψης και της αφομοίωσης. Στόχος είναι ο ασθενής να νοιώσει όπως ο πρωταγωνιστής, δηλαδή να ταυτιστεί.».

Η κινηματογραφοθεραπεία, υπογράμμισε, με την καθοδήγηση ενός κατάλληλα εκπαιδευμένου θεραπευτή, μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους που πάσχουν από κάποια ψυχική διαταραχή να κατανοήσουν οποιοδήποτε θέμα αντιμετωπίζουν, καθώς ο κινηματογράφος καλύπτει ένα ευρύ πεδίο θεμάτων. Μάλιστα, πληροφόρησε το κοινό πως κυκλοφορούν παγκοσμίως λίστες με κινηματογραφικές ταινίες που προσφέρονται για cinematherapy κατάλληλες για διάφορες διαταραχές. Ταινίες που καταπιάνονται με οικογενειακά προβλήματα, αποτοξίνωση κ.ο.κ.

«Με τον ασθενή γίνονται πρώτα κάποιες συνεδρίες, στη συνέχεια αυτός παρακολουθεί την ταινία που του υποδεικνύει ο θεραπευτής ανάλογα με το πρόβλημά του, και μετά συζητούν για το πώς αντιλήφθηκε την ταινία, με ποιόν ταυτίστηκε, τί ένοιωσε… Όλο αυτό αποτελεί μια σημαντική πηγή πληροφοριών για τον θεραπευτή, διότι ο ασθενής μιλά για τον εαυτό του μέσω ενός ήρωα της ταινίας. Ασφαλώς αυτή είναι μια τεχνική που λειτουργεί επικουρικά στην διαδικασία της ψυχοθεραπείας, και από μόνη της δεν αποτελεί πανάκεια. Αξιζει πάντως να αναφερθεί πως η κατάθλιψη, που είναι μια συναισθηματική διαταραχή, μπορεί να ξεπεραστεί με το cinematherapy…».


Μαρία Γερμαντζίδου