Ο κορυφαίος Πολωνός σκηνοθέτης γράφει στην Υδρα ένα νέο σενάριο και ετοιμάζεται για το Φεστιβάλ της Δράμας, όπου θα είναι μέλος της Κριτικής Επιτροπής του Διεθνούς Τμήματος. Ο δημιουργός της βραβευμένης με Οσκαρ «Ιντα» και του «Ψυχρού πολέμου» χαίρεται που τα φεστιβάλ ξανάρχισαν να γίνονται με φυσική παρουσία και όχι μόνο online. Και ελπίζει να μη ζήσει το τέλος των αιθουσών, της μεγάλης οθόνης και των θεατών.
Συνέντευξη στην Βένα Γεωργακοπούλου για το efsyn
Φανταζόμουν ότι στο τηλεφωνικό μας ραντεβού θα τον έβρισκα στη Βαρσοβία. Ήταν, όμως, στην Ύδρα, κλεισμένος στο σπίτι του και έγραφε ένα σενάριο. Την είχα ξεχάσει την ελληνική αυτή πινελιά του Πάβελ Παβλικόφσκι, ίσως γιατί έχουμε τόσο πολλά, ελληνικά και διεθνή, να θυμόμαστε γι’ αυτόν τον μεγάλο και τόσο ιδιαίτερο Πολωνό σκηνοθέτη, που σε λίγες μέρες θα είναι στη Δράμα, χαρίζοντας στο 43ο Φεστιβάλ της Ταινιών Μικρού Μήκους (20 με 26 Σεπτεμβρίου) τη λάμψη και τη γοητεία του. Λάμψη από Όσκαρ. Γοητεία κινηματογραφική και προσωπική.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Κι ας ήταν η κινηματογραφική του πορεία αργή και γεμάτη ψάξιμο και στροφές και πολυμορφία. Από μας, άλλωστε, ξεκίνησε το 2000, όταν το βρετανικό «Τελευταίο καταφύγιό» του του χάρισε στη Θεσσαλονίκη τον Χρυσό Αλέξανδρο και ορκισμένους φαν, που άρχισαν να τον παρακολουθούν.
Έπρεπε, όμως, αυτός ο λιγομίλητος, εσωστρεφής Πολωνός εξόριστος στην Αγγλία από μικρό παιδί, ακολουθώντας τους φυγάδες από την κομμουνιστική σκοτεινιά μποέμ γονείς του, να ξανασυναντήσει τις ρίζες του, να επιστρέψει στην ελεύθερη πια πατρίδα του και να γυρίσει δύο καθαρά πολωνικές ταινίες, για να εκτοξευθεί στην παγκόσμια κορυφή. Πρώτα τη μικρή, αιρετική κινηματογραφικά, τολμηρή πολιτικά, αλλά τρομερά συγκινητική «Ιντα», που κέρδισε άπειρες διακρίσεις, λατρεύτηκε παντού -και στην Ελλάδα- και κατέληξε, το 2015, να πάρει με περίπατο κι ένα Όσκαρ Ξένης Ταινίας.
Μόνο στην πατρίδα του διασύρθηκε η «Ίντα» ως «αντιπολωνική» από το εθνικιστικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη – είχαν και εκλογές τότε και κλήθηκαν οι συμπατριώτες του να μην τη δουν. Γιατί έθιγε το αντισημιτικό εγκληματικό παρελθόν της χώρας μέσα από την ιστορία μιας νεαρής, καθολικής μοναχής, που ανακαλύπτει ότι είναι Εβραία και οι γονείς της δολοφονημένοι.
Ο Παβλικόφσκι, που κάθε άλλο παρά στρατευμένο τον λες, δεν πτοήθηκε, συνέχισε με μία ακόμα πιο γοητευτική, προσιτή, ρομαντική, πλημμυρισμένη μουσική ταινία, τον «Ψυχρό πόλεμο». Άλλος θρίαμβος αυτός του 2018, βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάνες, τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ, αλλά και κυριαρχία στα δικά μας Ευρωπαϊκά Κινηματογραφικά Βραβεία.
Ένας μεγάλος έρωτας στα χρόνια του σταλινισμού, ένα παθιασμένο, εκρηκτικό ζευγάρι καλλιτεχνών που αναζητά την ελευθερία, πηγαινοέρχεται από την Πολωνία στο Παρίσι, διασχίζει σύνορα, υφίσταται διώξεις από το καθεστώς, υποφέρει και από τις δικές του αντιφάσεις, σε μια χώρα που, ναι, το ήθελε, μας είχε πει πριν από δύο χρόνια ο Παβλικόφσκι, θύμιζε σε πολλά το σήμερα. Οι κομμουνιστικές καταπιεστικές τελετουργίες γίνονταν ένα με τον εθνικιστικό ανορθολογισμό της σύγχρονης Πολωνίας.
Δεν έχει γυρίσει από τότε άλλη ταινία, μακάρι το σενάριο της Ύδρας να είναι η επόμενή του. Ούτε βιάζεται ούτε άλλαξε ο Παβλικόφσκι. Θα το καταλάβετε διαβάζοντας παρακάτω πώς βλέπει το σινεμά, τη δόξα, τα Όσκαρ. Και οι τυχεροί που θα βρεθούν στο Φεστιβάλ της Δράμας θα τον ακούσουν να παίρνει μέρος, αφού πρώτα προβληθούν αποσπάσματα από τον «Ψυχρό πόλεμο», σε μια ανοιχτή συζήτηση με θέμα την «ψυχοθεραπευτική επίδραση που μπορεί να ασκήσει ένα κινηματογραφικό έργο στον θεατή» (ό,τι και να σημαίνει αυτό) με συντονίστρια την κινηματογραφοθεραπεύτρια Ντενίς Νικολάου.
Η κύρια δουλειά του, βέβαια, στη Δράμα θα είναι να κρίνει τις ταινίες τού ορθώς αναβαθμισμένου φέτος από τον νέο καλλιτεχνικό διευθυντή, Γιάννη Σακαρίδη, Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος. Άλλωστε, την έχει κάνει ήδη την προεργασία του.
«Θα επιστρέψω στην Πολωνία μερικές μέρες, γιατί έχω κάποιες δουλειές, και θα είμαι στη Δράμα τρεις μέρες πριν από τη λήξη του φεστιβάλ. Αλλά ήδη έχω δει όλες τις ταινίες online, μερικές θέλω να τις ξαναδώ, αξίζουν μια δεύτερη ματιά», μας λέει.
• Γιατί αποδεχθήκατε την πρόταση του Φεστιβάλ Δράμας; Απολαμβάνετε να κρίνετε; Σας αρέσουν οι μικρού μήκους ταινίες; Είχατε πεθυμήσει να βρεθείτε σε ένα φεστιβάλ;
Δέχτηκα να είμαι μέλος της Κριτικής Επιτροπής κυρίως γιατί μου το ζήτησε ο Γιάννης (Σακαρίδης). Σπουδαίος τύπος, τον γνώρισα πριν από αρκετά χρόνια, είμαστε φίλοι και του έχω εμπιστοσύνη σε ό,τι κι αν κάνει. Το Φεστιβάλ Δράμας δεν το ήξερα, μόνο στη Θεσσαλονίκη έχω πάει, αλλά όπως και να γινόταν, online ή με φυσική παρουσία, θα ήμουν περήφανος να βοηθήσω. Και χαίρομαι που τελικά κατάφερε ο Γιάννης να πραγματοποιήσει το όραμα που είχε. Αλλωστε, μου χάρισε ήδη, με την παρακολούθηση τόσων ταινιών, ένα μεγάλο και ωραίο ταξίδι. Τόσες διαφορετικές γλώσσες και χώρες, τόσα διαφορετικά στιλ ταινιών: σοβαρές, τολμηρές, πειραματικές, ρεαλιστικές, συγκινητικές. Τα πάντα. Και υπάρχουν και μερικές πραγματικά εξαιρετικές δουλειές.
• Ψάχνετε κάτι το ιδιαίτερο στις ταινίες μικρού μήκους; Ποια προσόντα θέλετε να έχουν;
Είμαι ανοιχτός σε κάθε ύφος και είδος σινεμά, αρκεί φόρμα και περιεχόμενο να έχουν συνάφεια και ενότητα. Αρκεί να μην είναι ταινίες «δήθεν» και επιτηδευμένες, να μην παίρνουν πόζες και να μην είναι φανερό ότι οι σκηνοθέτες τους τις θεωρούν απλώς μια… επαγγελματική κάρτα, που θα τους βοηθήσουν να κάνουν γρήγορα ταινία μεγάλου μήκους – κάτι, που συχνά συμβαίνει. Εννοώ ότι θέλω να δω ταινίες μικρού μήκους που γυρίστηκαν από βαθιά, προσωπική ανάγκη και όχι επειδή ο σκηνοθέτης κάτι έπρεπε να κάνει.
• Εσείς έχετε γυρίσει ταινίες μικρού μήκους; Σας βοήθησαν να βρείτε τη γλώσσα και τον εαυτό σας;
Στην πραγματικότητα ποτέ δεν έκανα μικρού μήκους στα σοβαρά, λίγες μόνο ποιητικές και πομπώδεις προσπάθειες, που πολύ χαίρομαι που εξαφανίστηκαν από το πρόσωπο της γης. Ο δικός μου τρόπος να μάθω σινεμά ήταν να γυρίζω ντοκιμαντέρ. Το έκανα από τα μέσα του ‘80 μέχρι τα μέσα του ‘90 και ήμουν τυχερός γιατί ήταν μια πραγματικά συναρπαστική εποχή, ζούσα τότε στην Αγγλία, αλλά άνοιγε σιγά σιγά η Ανατολική Ευρώπη, κάτι που με ενθουσίαζε. Τα ντοκιμαντέρ με έβγαλαν από την ομφαλοσκόπηση, γιατί με ανάγκαζαν να κοιτάξω πράγματα που, όσο κι αν με ενδιέφεραν ή τα αγαπούσα, δεν είχαν σχέση με μένα, δεν στρέφονταν γύρω από τον εαυτό μου. Τα ντοκιμαντέρ ήταν η σωτηρία μου. Πόσο μάλλον που όλη η διαδικασία τους, η έρευνα, το γράψιμο, το γύρισμα, μοιάζει με της μυθοπλασίας.
• Πώς νιώθετε, χαίρεστε που κάτι κινείται στον χώρο των φεστιβάλ, που η Βενετία το τόλμησε, έστω και με μέτρο και με μέτρα;
Δεν είμαι ειδικός σε υγειονομικά θέματα για να σχολιάσω αν είναι ή δεν είναι ασφαλή αυτά τα φεστιβάλ, είμαι κι εγώ όπως όλοι μας αρκετά φοβισμένος με τον κορωνοϊό. Πιστεύω, όμως, ότι είναι καλό να κρατήσουμε, να μη χάσουμε τη συνήθεια να βλέπουμε ταινίες σε μια μεγάλη οθόνη σε αίθουσες γεμάτες θεατές. Είναι ο τρόπος με τον οποίο μεγάλωσα και δεν θα ήθελα να τον δω να σβήνει.
• Άρα, βρίσκετε λογική αυτή τη διεθνή τρέλα με το «Tenet», που η έξοδός του στις αίθουσες χαιρετίστηκε σαν τη σωτηρία του σινεμά σε εποχές κορονωϊού; Μήπως το είδατε;
Όχι, δεν το είδα, δεν είμαι μεγάλος fan του Κρίστοφερ Νόλαν, ποτέ μου δεν ευχαριστήθηκα κάποια ταινία του, έτσι το «Τenet» δεν μου λέει τίποτα, είτε σε μικρή είτε σε μεγάλη οθόνη (γελάει). Καταλαβαίνω, βέβαια, τον δημοσιογραφικό θόρυβο γύρω από την ταινία και τις τυχόν επιπτώσεις της στη βιομηχανία. Αλλά για μένα αυτό που έχει σημασία είναι να γυρίζονται ταινίες που κάτι έχουν να πουν, όχι να ρίχνουμε στην οθόνη ό,τι μας καπνίσει. Τη ζω αυτή την αγωνία τώρα που γράφω ένα σενάριο και το μόνο που σκέφτομαι είναι πώς θα κάνω μια ταινία καλή, ενδιαφέρουσα, τίμια. Εχω πολλά δικά μου προβλήματα, λοιπόν, για να δω και το «Tenet».
• Είχατε κάποιο κινηματογραφικό πρότζεκτ που η πανδημία πάγωσε; Πόσο σας επηρέασε αυτή η κατάσταση, η καραντίνα, προσωπικά αλλά και καλλιτεχνικά;
Όχι, πρότζεκτ που να πήγαινε για παραγωγή δεν είχα, έγραφα απλώς ένα σενάριο που ξαφνικά, με τον Covid-19, κάπως μου φάνηκε… Γιατί, ξέρετε, το πραγματικό πρόβλημα είναι να ελέγχεις συνέχεια τη δουλειά σου, να μπορείς να παίρνεις αποστάσεις από την ανάγκη σου να κάνεις ταινίες. Να σκέφτεσαι, για παράδειγμα, όπως έκανα κι εγώ, «γιατί να ενδιαφερθεί ο κόσμος, που έχει τόσα στο κεφάλι του, τώρα και τον κορωνοϊό, για μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην Πολωνία του ‘60;». Έτσι, ενώ πέρασα την καραντίνα στη Βαρσοβία με την οικογένειά μου, βρίσκοντας επιτέλους την ευκαιρία να ανεβαίνουμε στα ωραία μας βουνά, τους τελευταίους δύο μήνες τούς περάσαμε στην Ύδρα. Κι εγώ κλείστηκα σπίτι και γράφω ένα καινούργιο σενάριο.
• Πιστεύετε, λοιπόν, ότι η πανδημία ίσως περάσει με κάποιο τρόπο στην ίδια την τέχνη, στο σινεμά; Εννοώ όχι σαν ξερό θέμα. Ότι ίσως αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε και κάνουμε τέχνη.
Ίσως είμαι πολύ μεγάλος πια για να αλλάξω δραματικά, ίσως τελικά συνεχίσω αυτά που κάνω και αγαπάω. Θέλω, όμως, να δω πόσο όλα αυτά που ζούμε μπορούν να με επηρεάσουν και ότι δεν είμαι ένας δεινόσαυρος του σινεμά. Αλλά, και να αποδειχτεί ότι είμαι, c’ est la vie. Το έριξα, λοιπόν, στο γράψιμο κι ό,τι βγει, άλλωστε, αφού δεν έχω γυρίσματα, είναι η τέλεια εποχή.
• Αναρωτιέμαι αν αντιμετωπίζετε την επόμενη ταινία σας με κάποια αγωνία και άγχος. Μήπως το Όσκαρ, αλλά και όλα τα άλλα βραβεία, είναι τελικά ένα βάρος και μια απαίτηση να σταθείτε στο ύψος σας, να επαναλάβετε τις δύο μεγάλες σας επιτυχίες με «Ίντα» και «Ψυχρό πόλεμο».
Όχι, καθόλου. Βρίσκομαι εδώ και καιρό σε ένα πολύ συγκεκριμένο, δικό μου καλλιτεχνικό μονοπάτι και δεν με ενδιαφέρει το επίπεδο δημοφιλίας της επόμενης ταινίας μου. Στην πραγματικότητα δεν πολυαπόλαυσα όλη αυτή την ανοησία των Όσκαρ. Σπατάλησα σχεδόν μισό χρόνο από τη ζωή μου τότε, δεν έχω καμιά διάθεση αλλά ούτε και δύναμη να ξαναπεράσω τα ίδια. Καλύτερα να κάνω άλλα πράγματα, πιο δημιουργικά.
Στην Πολωνία η κυβέρνηση δαιμονοποιεί τους γκέι
• Υπογράψατε κι εσείς πρόσφατα (17 Αυγούστου) μια επιστολή προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, στην οποία, μαζί με άλλους εβδομήντα κορυφαίους καλλιτέχνες, συμπατριώτες σας, όπως τη νομπελίστα Όλγκα Τοκάρτσουκ, αλλά και ξένους (Κουτσί, ΜακΓιούαν, Ατγουντ, Αλμοδόβαρ, Ιπέρ κ.ά.) καταγγέλλατε την κυβέρνηση της Πολωνίας και τον πρόεδρο Αντρέι Ντούντα προσωπικά για ομοφοβία και τρανσφοβία, καταπίεση και εκφοβισμό της ΛΟΑΤ κοινότητας, αλλά και για δημοκρατική εκτροπή. Τι το καινούργιο συμβαίνει στην Πολωνία;
Αφορμή της επιστολής ήταν οι τελευταίες προεδρικές εκλογές του Ιουλίου, στις οποίες το κόμμα του Αντρέι Ντούντα Νόμος και Δικαιοσύνη, προκειμένου να πετύχει την επανεκλογή του, έπαιξε χοντρά και χυδαία το χαρτί της αντι-ΛΟΑΤ ρητορικής. Είχαν νιώσει ότι τους απειλούσε μια βαθιά αντίδραση και μεγάλη συσπείρωση γύρω από την υποψηφιότητα του φιλελεύθερου δημάρχου της Βαρσοβίας Ραφαέλ Τρασκόφσκι. Ηξεραν ότι αν έβγαινε δημοκρατικός πρόεδρος, θα έβαζε ένα φρένο στην αντιδραστική, εθνικιστική και αντιευρωπαϊκή πρακτική του Κοινοβουλίου, όπου το Νόμος και Δικαιοσύνη έχει ακόμα την πλειοψηφία. Φοβούνταν ότι θα έχαναν τον πλήρη έλεγχο πάνω στο κράτος. Έτσι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να βγει ο Ντούντα, σχεδιάζοντας την πιο βρόμικη προεκλογική εκστρατεία που είδε ποτέ η Πολωνία.
• Ναι, αλλά τι σόι απειλή μπορεί να αποτελεί ειδικά για την Πολωνία η ΛΟΑΤ κοινότητα;
Σε μια τόσο συντηρητική κοινωνία, με μεγάλη μερίδα ανθρώπων να έχει ελάχιστη μόρφωση και ενημέρωση και ολόκληρη την επαρχία να είναι παραδομένη στην ελεγχόμενη κρατική τηλεόραση, πανεύκολα δημιουργείς παράνοια. Ο Ντούντα εξαφάνισε κάθε άλλο θέμα και περιόρισε την καμπάνια του σε επίθεση εναντίον της ΛΟΑΤ κοινότητας, μπήκε και η Εκκλησία στο παιχνίδι και γρήγορα ο κόσμος δεν μιλούσε παρά μόνο γι’ αυτό. Του παρουσίασαν ότι υπάρχει μια συνωμοσία, μια επίθεση της ΛΟΑΤ κοινότητας στην Πολωνία, τις παραδόσεις και τις αρχές της. Την παρομοίωσαν με την επάνοδο των μπολσεβίκων, με μια νέα εισβολή των ναζί και κατάφεραν να δημιουργήσουν μια συλλογική παράνοια. Ο κόσμος το ‘χαψε, ειλικρινά σας λέω. Είναι οι ίδιες στρατηγικές, τα ίδια λαϊκίστικα κόλπα που έπαιζαν και οι κομμουνιστές παλιά, παρουσιάζοντας κάθε τόσο στον πληθυσμό νέους «δαίμονες», καλλιεργώντας τους χειρότερους φόβους του με κανονική πλύση εγκεφάλου.
• Πριν από δύο χρόνια μού λέγατε ότι ήσασταν λίγο καλύτερα στην Πολωνία από την Ουγγαρία του Όρμπαν.
Ακόμα πιστεύω ότι είμαστε λίγο καλύτερα, αν και φοβάμαι πια ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε την ίδια τη δημοκρατία. Μην ξεχνάτε, όμως, ότι υπάρχει πια ισχυρό ρεύμα εναντίον του Ντούντα και ότι ο Ραφαέλ Τρασκόφσκι έχασε μόνο με 2%. Ήταν μεγάλη επιτυχία για μας. Και, στην πραγματικότητα, η τελευταία ταινία που έχω κάνει, δεν είναι ο «Ψυχρός πόλεμος», αλλά το φιλμάκι της προεκλογικής καμπάνιας του Τρασκόφσκι.