DISFF#47 – Παρουσίαση Σκηνοθετών, Κυριακή 8/9/2024
Κάθε μέρα οι σκηνοθέτες που διαγωνίζονται στο 47ο Φεστιβάλ Δράμας, δίνουν ραντεβού με το κοινό (θεατές, επαγγελματίες της οπτικοακουστικής βιομηχανίας, δημοσιογράφους) για να μιλήσουν για την ταινία τους που έχει προβληθεί το προηγούμενο βράδυ και να απαντήσουν σε ερωτήσεις, στο πιο φρέσκο και πολυαναμενόμενο ραντεβού του Φεστιβάλ. Να τι είπαν στο κοινό του Φεστιβάλ για τη δουλειά τους οι διαγωνιζόμενοι στη σημερινή παρουσίαση την οποία συντόνισαν ο Γιάννης Σακαρίδης (Εθνικό Διαγωνιστικό) και ο Γιώργος Ζώης (Διεθνές Διαγωνιστικό) :
EΘΝΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
«Η Μεγαλύτερη Μέρα του Κόσμου» (Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος)
«Η ταινία ξεκίνησε πριν από τέσσερα χρόνια, από μια προσωπική, πραγματική στιγμή. Υπήρχε μια επιστολή η οποία δεν παραδόθηκε ποτέ στον παραλήπτη της. Ήταν θερινό ηλιοστάσιο του 2020 και η ταινία το πραγματεύεται σαν φυσικό φαινόμενο και σαν συμβολική στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου. Ένα μεγάλο κομμάτι της επιστολής είναι πραγματική ιστορία. Και όταν την έγραφα αποφάσισα να την κάνω ταινία. Την επόμενη μέρα τηλεφώνησα στον πρωταγωνιστή, τον Μάριο Μπανούσι, και του είπα για την υπόθεση. Έχω σπουδάσει ηθοποιός και δεν έχω καμία σχέση με το χώρο του σινεμά. Άρχισα να σκέφτομαι ότι η ιστορία χρειάζεται να έχει κάποια στοιχεία fiction και μαζί με τον Μάριο αρχίσαμε να φτιάχνουμε τον χαρακτήρα. Είναι μια ταινία που διαρκώς άλλαζε. Από πολύ νωρίς ήξερα ότι ήθελα να υπάρχει το παιχνίδι δυο χρονικοτήτων, του αφηγηματικού παρόντος του ήρωα που βρίσκεται στην Αθήνα και γράφει αυτό το γράμμα και του παρελθόντος που αφορά τη μνήμη από τις πρώτες και τελευταίες καλοκαιρινές διακοπές του. Κάποια στιγμή πήρα τις οικογενειακές βιντεοκασέτες και τις ψηφιοποίησα και εκεί κατάλαβα πόσα πολλά στοιχεία επαληθευόντουσαν κατά αυτόν τον τρόπο στο υπάρχον κείμενο. Ήταν αυτό που μου έλειπε σεναριακά για να ολοκληρωθεί η ιστορία»
«Μωβ» (Τζω Καπράλου)
«Η ιστορία ξεκινάει από προσωπικά βιώματα, αλλά ήθελα να πάω πολύ παραπέρα. Βασική ιδέα ήταν το πόσο κοντά είναι ένας χωρισμός με τον θάνατο. Και σε συνδυασμό με την αγάπη μου για τη φύση και με το κολάζ, ήθελα να φτιάξω κάτι που να χωράει σε μια μικρού μήκους, με το σκεπτικό να μπορούμε να δούμε μια ολοκληρωμένη ιστορία. Ήθελα να μιλήσω για μια σχέση όπου καμία από τις δύο κοπέλες δεν έχει δίκιο. Να δούμε πως κάποιες τοξικές σχέσεις , όταν έχουν τελειώσει, είναι πολύ δύσκολο να βάζεις σε αυτές ένα τέλος και να λες ότι δεν πάει άλλο. Η εικόνα με τις ρίζες στα πρώτα πλάνα, έγιναν από την ανάγκη μου να φτιάξω δυο ρίζες που έχουν μπλεχτεί σε σημείο που να μην μπορείς να τις διαχωρίζεις. Εκεί όπου έχει χαθεί κάθε ατομικότητα. Αυτό το πλάνο ήταν πολύ σημαντικό , καθώς οι δυο ρίζες είναι μέσα στην ίδια γλάστρα, αλλά ασφυκτιούν και τότε είναι που δεν υπάρχει χώρος για ανάπτυξη και ζωή. Έτσι μου ήρθε η ιδέα, όταν δυο φυτά ασφυκτιούν στην ίδια γλάστρα να πρέπει να μεταφυτευτούν. Κάπως έτσι σκέφτηκα ότι γίνεται και με τους χωρισμούς. Πρέπει να υπάρξει μια μετατόπιση του ενός ώστε να συνεχίσουν και οι δυο να επιβιώνουν και να ανθίσουν κάπου αλλού, ξεχωριστά. Το μωβ έχει χρησιμοποιηθεί ως σύμβολο πένθους και μιας σήψης και δημιουργήθηκε η ιδέα αυτό να γίνει κάτι πιο υλικό. Έτσι το φτιάξαμε, είναι prop, έτσι ώστε να γίνει χειροπιαστό, να γίνει εικόνα. Αυτό το μωβ πράγμα όπως το λέω, είναι φτιαγμένο από μια πατάτα Περού, που ανακαλύψαμε κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας»
«Theater» (Αναστασία Λώλα)
«Για αρκετά χρόνια δούλευα στο θέατρο, στα παρασκήνια, σαν καθαρίστρια, σαν βοηθός σκηνικών, και συγκέντρωνα, κινηματογραφώντας εικόνες που αγαπούσα πολύ. Και αυτά ήθελα να τα μοιραστώ. Και έπρεπε να κάνω μια πτυχιακή ταινία. Με ενδιέφερε πολύ το σώμα, ο χρόνος, το πώς μπορεί να είναι τα σώματα σε μια κατάσταση αναμονής και ετοιμότητας. Δούλεψα με ανθρώπους που δεν είναι ηθοποιοί, εκτός από δυο κορίτσια, κάποιοι από αυτούς που δούλευαν στο θέατρο, ήταν άνθρωποι που είχα δουλέψει μαζί τους και ήξερα πως κινούνται. Υπήρχε ένα πλήρες storyboard, ήταν τα πάντα ζωγραφισμένα, σκηνή προς σκηνή »
«Στρώνουν τον παράδεισο» (Αλκαίος Σπύρου)
«Τον Σεπτέμβριο του 2018 είχε συμβεί αυτό το σχεδόν τρομοκρατικό σκηνικό με τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου που με είχε στοιχειώσει και καθώς είχα μεγαλώσει στην Ομόνοια, ήθελα κάπως να αντιδράσω και να δείξω στην ίδια την πόλη, μια άλλη οπτική γωνία αυτής της περιοχής, που θεωρείται μια παρωδία στο υποσυνείδητο του κόσμου. Δεν υπήρχε μια συγκεκριμένη δομή, ήθελα να κινηματογραφήσω μια αφιλτράριστη κοινωνία της Ομόνοιας. Η μοναδική ροή που υπήρχε ήταν το ερωτηματολόγιο που απεύθυνα στους χαρακτήρες της ταινίας. Ήθελα να μην είναι μια κλασική, ιστορική περιγραφή της Ομόνοιας και αποφάσισα πως ένας τρόπος να την κάνουμε λίγο πιο ανθρώπινη είναι η επιβίωση όλων αυτών των χαρακτήρων μέσω της ποίησης, της μουσικής και της φροντίδας, όπως ο κήπος που συντηρεί ενός από αυτούς. Απώτερος σκοπός της ταινίας είναι να καταδείξει πως μια δομική βία, καταλήγει σε μια φυσική βία και για αυτό προσπαθεί να συνδέσει την αναδόμηση της πλατείας Ομονοίας με τη δολοφονία του Ζακ. Και παράλληλα προσπαθεί να δείξει το τραύμα που έχουν αποκτήσει πολλοί Αλβανοί που έζησαν στην Ελλάδα, το κουβαλάω κι εγώ μέσω των γονιών μου. Και καταγράφεται σαν το λυρικό, το μουσικό πορτραίτο της πλατείας»
«Πακιστανός» (Χρίστος Ζένιου)
«Είναι μια μυθοπλασία που προέκυψε από τη συνομιλία με τους ιδιοκτήτες ενός γραφείου τελετών που μας επιβεβαίωσαν το τι πραγματικά γίνεται. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από έναν ιδιοκτήτη τέτοιου γραφείου κι ένα πτώμα αγνώστου ταυτότητας. Τα υπόλοιπα ήρθαν το ένα μετά το άλλο. Ήθελα να είναι μια ταινία που να δείχνει το πώς είναι κατά κάποιο τρόπο η κατάσταση στην Κύπρο, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, κυρίως όσον αφορά αντιλήψεις κυρίως μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων που εξωτερικεύουν κι ένα είδος ρατσισμού. Κατά τη διάρκεια της γραφής του σεναρίου προέκυπταν συνεχώς νέα πράγματα που μπορεί να υπήρχαν μέσα μου και εξωτερικεύτηκαν γράφοντάς τα. Αρχικά ο τελετάρχης θέλει να ξεφορτωθεί το πτώμα. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που ζει καθημερινά το θάνατο και κατά τη διάρκεια της ταινίας βλέπουμε να αναδύονται οι κρυμμένες ηθικές του αξίες και να τον μεταμορφώνουν».
«Mira» (Ορφέας Περετζής)
«Αυτό που με ενδιαφέρει σαν βασικός θεματικός άξονας είναι το θέμα της ιδρυματοποίησης και της κοινωνικής καταπίεσης. Αυτά είναι που με συγκινούν σε τέτοιο βαθμό ώστε να κάνω ταινίες. Ήθελα να δω έναν οργανισμό που να διαβιεί σε ένα ιδρυματοποιημένο τόπο εργασίας και τι σημαίνει να δραπετεύει κανείς από αυτόν τον τόπο και με ποιον τρόπο μπορεί να το κάνει. Έτσι προέκυψε και το σενάριο της ταινίας που είναι μια μυθοπλασία με έναν χαρακτήρα που δουλεύει σε ένα ξενοδοχείο. Και όταν είδα τη Mira αλλά και άλλες καλλιτέχνιδες της ραπ σκηνής, είχα την ιδέα να δουλέψω πάνω σε έναν χαρακτήρα που να είναι κοντά στον εαυτό του και την τέχνη του»
ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ
Madwomen in the Attic (Tamara García Iglesia)
Απαντώντας στην ερώτηση τι ήταν αυτό που έκανε την Tamara Garcia Iglesia να καταπιαστεί στην ταινία της με το θέμα της εξερεύνησης στις αναπαραστάσεις της τρέλας σε ταινίες του βωβού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’20 και του ’30, η σκηνοθέτις εξήγησε πως βρήκε τη φωτογραφία μιας γυναίκας που είχε υποστεί ύπνωση και ηλεκτροσόκ, «ένα πρωτόγνωρο υλικό που μου άρεσε πολύ και με οδήγησε να αναζητήσω αρχεία με παρόμοιο υλικό, όπου εντόπισα μια βωβή ταινία, χωρίς να ξέρω εάν αυτή η γυναίκα ήταν άρρωστη ή αντιδρούσε με έναν τρόπο στην εποχή της», όπως είπε. «Αναρωτήθηκα ποιο είναι το όριο της σκέψης μας και ποιο το όριο της πραγματικότητας. Ήθελα να κολυμπήσω σε αυτά τα νερά. Δεν πιστεύω στο παρελθόν. Αυτό που υπάρχει είναι μόνο το παρόν. Αυτό το βλέπω και ως κινηματογραφίστρια. Δημιούργησα μια ταινία fiction, αποτέλεσμα μοντάζ. Η αναζήτησή μου στα αρχεία, με κλειδιά τις λέξεις «τρελή γυναίκα-βωβή ταινία» ή «αρρώστια της τρέλας στις βωβές ταινίες» , ήταν μια εύκολη υπόθεση. Τα αρχεία που βρήκα στην Ισπανία, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, μου έδωσαν ένα πολύ καλό υλικό. Οι εικόνες που συγκέντρωσα με έκαναν να σκεφτώ πως όλο αυτό είναι κάτι που θυμίζει πολύ το παρόν. Και αυτό ήταν και το κριτήριό μου, να βρω κάτι που να μοιάζει με το σήμερα. Τελικά αυτοί οι παλαιοί κινηματογραφιστές σκέφτονταν σαν κι εμένα».