Θεαματικό φινάλε για τα Αίθρια Λογοτεχνικά Απογεύματα του φετινού Φεστιβάλ Δράμας με τον Παύλο Μεθενίτη να υποδέχεται την Λένα Διβάνη. Αφορμή το βιβλίο της «Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας”.
Η Λένα Διβάνη βρέθηκε στο φεστιβάλ και με την ιδιότητα του μέλους της κριτικής επιτροπής του Διεθνούς Διαγωνιστικού Προγράμματος. Η συγγραφέας και καθηγήτρια Ιστορίας Εξωτερικής Πολιτικής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, εξήγησε στο κοινό που κατέκλυσε τον θερινό κινηματογράφο «Αλέξανδρο» πως το βιβλίο αυτό γεννήθηκε από την επιθυμία της να «ξαναζωντανέψει» αυτούς τους ανθρώπους ώστε να ξυπνήσει το ενδιαφέρον των φοιτητών της αλλά και του κόσμου γενικότερα που συχνά θεωρεί την ιστορία κάτι το βαρετό και απρόσωπο. «Ήθελα ο κόσμος να διαβάζει γι’ αυτούς και να παρακαλάει και για άλλο, θέλησα να δείξω τους πραγματικούς ανθρώπους που κρύβονται πίσω από όλα αυτά τα ονόματα στα πρωτοσέλιδα. Και ποιός μας ξερει καλύτερα απ΄όλους; Ο σύντροφός μας. Γνωρίζει τις αδυναμίες μας και τις σκοτεινές όψεις μας…». Γι΄αυτό και επέλεξε να εστιάσει στα ζευγάρια. «Κάθε ζευγάρι από αυτά του βιβλίου, θα μπορούσαν να γίνουν ιστορία του Χόλιγουντ, όπως για παράδειγμα το τρίο Δραγούμη, Δέλτα, Κοτοπούλη».
Η Λένα Διβάνη διάβασε αποσπάσματα από το βιβλίο της, μοιράστηκε συναρπαστικές ιστορίες, όπως αυτή για τον Μπελογιάννη και την εγκυμοσύνη της Έλλης Παππά, και συνομίλησε με το κοινό. Το βιβλίο της αυτό, για το οποίο απαιτήθηκε μια απίστευτα κοπιώδης έρευνα, είναι ουσιαστικά η ιστορία της χώρας μας, από μια άλλη οπτική…
Ακολουθεί αυτούσια η παρουσίαση του Παύλου Μεθενίτη:
«Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας», της Λένας Διβάνη, βιογραφίες, εκδόσεις Πατάκη 2019
“Σε μια συνέντευξή της η Αντόνια Φρέιζερ είπε πως ο βιογράφος αναπόφευκτα είναι πάντα έτοιμος να σε «ξεγελάσει», και ο αναγνώστης είναι πάντα πρόθυμος να «ξεγελαστεί». Βιογράφος και αναγνώστης χορεύουν κι οι δύο μαζί ανάμεσα στην ιστορία και τη λογοτεχνία, κλείνοντας ο ένας το μάτι στον άλλο, συνένοχοι. Ας χορέψουμε λοιπόν!”
Τάδε έφη η κυρία Λένα Διβάνη, μεταξύ άλλων, στον αντί προλόγου… πρόλογό της απαντώντας στο ερώτημα που έθεσε η ίδια: Γιατί να γράψει το βιβλίο «Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας», από τις εκδόσεις Πατάκη.Επειδή, απαντώ αντ’ αυτής, επειδή είναι μια ωραία ιδέα, που γέννησε ένα όμορφο βιβλίο, κυρίες και κύριοι. Έτσι, τα Αίθρια Λογοτεχνικά Απογεύματα του 43ου Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας έχουν τη χαρά να φιλοξενούν την καθηγήτρια της Ιστορίας Εξωτερικής Πολιτικής στη Νομική Σχολή της Αθήνας, αλλά και καταξιωμένη συγγραφέα, που έχει υπογράψει δεκάδες μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, παιδικά βιβλία και σενάρια για ντοκιμαντέρ. Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν τροφοδοτήσει, διασκευασμένα, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, άρα, η κυρία Διβάνη καλώς βρίσκεται σήμερα εδώ μαζί μας, καθώς λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος: συνδέει το σινεμά και με τη λογοτεχνία, και με την Ιστορία.
Το απόσταγμα του ερευνητικού μόχθου της κυρίας Διβάνη είναι ένα πολυσέλιδο βιβλίο, φίλες και φίλοι, που όμως κυλά σαν το γάργαρο νερό. Εντάξει, η Λένα είναι μαστόρισσα του λόγου, το ξέρω αυτό από τα προηγούμενα βιβλία της, αλλά εδώ υπερέβαλε εαυτήν: χρησιμοποιώντας τα αδρανή ιστορικά υλικά, και τα ζωντανά λογοτεχνικά ποικίλματα, η συγγραφέας χτίζει ένα καλλιεπές πολυώροφο βιβλίο, για να στεγάσει τα ζεύγη των ιστορικών προσωπικοτήτων, που έκαναν, εν πολλοίς, τη χώρα μας αυτή που είναι. Στα δώματα λοιπόν αυτού του φανταστικού μεγάρου, ενδιαιτώνται ο Γεώργιος Παπανδρέου και η Κυβέλη, ο Παύλος και η Φρειδερίκη, ο Νίκος Μπελογιάννης και η Έλλη Παππά, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η Έλενα, ο Ίων Δραγούμης, η Πηνελόπη Δέλτα και η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Χαρίλαος και η Σοφία Τρικούπη, ο Όθωνας και η Αμαλία, κι η Μαντώ Μαυρογένους με τον Δημήτριο Υψηλάντη. Η συγγραφέας περιγράφει τη ζωή και το έργο αυτών των ανθρώπων, αυτών των ζευγαριών, δίνοντας έμφαση στο πώς η προσωπική διαδρομή του καθενός και της καθεμιάς, και η μεταξύ τους συνάφεια, επηρέασαν τη δημόσια πορεία του προσώπου. Σεξ και πολιτική; Ναι. Ίσως. Όχι μόνο, πάντως – οι σωματικές, αλλά και ιδίως οι ψυχικές ιδιομορφίες, εκτός από τις ερωτικές σχέσεις, έπαιξαν κι αυτές το ρόλο τους στο να γίνουν όλοι αυτοί άνθρωποι ό,τι έγιναν. Και βέβαια, στο να κάνουν ό,τι έκαναν, καλό και κακό.
Όταν μιλάμε για την Τέχνη, αυτό που μετράει, και αυτό που μένει , που επιζεί του δημιουργού του, είναι, κατά τη γνώμη μου, το έργο του και μόνο. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε ατελείς, φθαρτοί – η μοίρα μας είναι, τελικά, η λησμοσύνη. Όμως, κάποιοι, με το δακτυλικό αποτύπωμα του Θεού στο μέτωπο, δημιουργούν κάτι: ένα πίνακα, ένα βιβλίο, ένα μουσικό κομμάτι, ένα γλυπτό, που όχι απλώς είναι ανώτερο του δημιουργού του, παρά αυτονομείται από αυτόν καθώς περνά ο χρόνος, κι εντέλει γίνεται κάτι σαν κοινό κτήμα, ένα στολίδι για όλη την ανθρωπότητα, ένα κόσμημα για όλο τον κόσμο.
Έχει καμιά σημασία που ο συνθέτης της Μικρής Νυχτερινής Μουσικής κατασπαταλούσε τα λεφτά του στον τζόγο, όταν η οικογένειά του δυσκολευόταν να τα φέρει βόλτα, ή το ότι ο συγγραφέας του Γιούγκερμαν στρίμωχνε υπηρέτριες στο πλυσταριό όταν η οικογένειά του κοιμόταν στο κάτω πάτωμα, ή το ότι ο άνθρωπος που απεικόνισε το υποσυνείδητο, εκείνα τα απίστευτα ρευστά ρολόγια, ήταν παθολογικά τσιγκούνης και φραγκοφονιάς; Μειώνεται, έστω και ελάχιστα, η αξία του έργου, όταν η βιογραφική έρευνα αποδείξει πως ο δημιουργός του ήταν ένας κόπανος, όπως άλλωστε είμαστε περιστασιακώς όλοι οι άνθρωποι;
Εμένα τουλάχιστον, ως καταναλωτή πνευματικών προϊόντων, δεν με ενδιαφέρει να μάθω για το σκοτάδι, που ο δημιουργός ανέμειξε με το εντός του φως, για να φτιάξει ένα αριστούργημα, που κάνει τη ζωή μου βιώσιμη – και τα δύο εμπεριέχονται στο έργο του, κι αν προσπαθήσω να τα ξεχωρίσω, είναι σαν να ανατέμνω μια πεταλούδα, για να δώ γιατί είναι τόσο όμορφη.
Ωστόσο, άλλο πράγμα η Τέχνη, και άλλο η πολιτική, η δημόσια σφαίρα. Οπωσδήποτε έχει ενδιαφέρον να μάθουμε πως ο Χίτλερ, ας πούμε, εάν πετύχαινε σαν ζωγράφος, ενδεχομένως δεν θα αιματοκυλούσε τον κόσμο. Η συγγραφέας λέει σχετικά: «Πώς θα κατανοήσουμε τις αποφάσεις ενός δημοσίου προσώπου χωρίς να γνωρίζουμε, έστω και στοιχειωδώς, τα κίνητρά του, τα τραύματά του, τις ανομολόγητες ανάγκες του; Πώς να καταλάβεις τη στάση του Μεταξά αν δε διαβάσεις το ημερολόγιό του, όπου συνεχώς θρηνεί ότι είναι κοντός;»
Έτσι λοιπόν, φίλες και φίλοι, η πένα της Λένας λειτουργεί σαν ένας κινηματογραφικός φακός, που αφηγείται γλαφυρά τη διαδρομή, εσωτερική και εξωτερική, των προσώπων, κάνοντας ζουμ καμιά φορά σε ζουμερές λεπτομέρειες, που σε μένα τουλάχιστον ήταν άγνωστες: Δεν ήξερα, ας πούμε πως η Κυβέλη ήταν η χαϊδεμένη του Βενιζέλου, ενώ η Κοτοπούλη ήταν η αγαπημένη των βασιλικών, με τους οπαδούς των δύο παρατάξεων να σφάζονται στη ποδιά τους. Δεν γνώριζα πως τα χοντροκομμένα θεατρικά έργα που προκαλούσαν το εύκολο δάκρυ, λέγονταν «κρεμμύδια». Δεν είχα πληροφορηθεί πως η «νονά», εντός εισαγωγικών, της νόστιμης πάστας «Σεράνο», η Χιλιανή σέξι αρτίστα Ροζίτα Σεράνο ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, μια από τις ερωμένες του Γέρου της Δημοκρατίας, του Γεωργίου Παπανδρέου, ούτε ότι ο Αιγύπτιος βασιλιά Φαρούκ την είχε πέσει στη Φρειδερίκη, η οποία είχε στενή πνευματική, και ίσως όχι μόνο, σχέση με τον Γιαν Σματς, τον ηγέτη της ρατσιστικής Νοτίου Αφρικής…
Από την κυρία Διβάνη έμαθα πως η Έλλη Παππά, η σύντροφος του Νίκου Μπελογιάννη, έβγαζε τα δόντια της στον οδοντογιατρό χωρίς αναισθησία, μήπως της ξεφύγει κανένα κομματικό μυστικό! Όπως και την περίφημη ατάκα του Ίωνα Δραγούμη στην πολυαγαπημένη του Μαρίκα Κοτοπούλη, «σε αγαπώ φρικτά», από το βιβλίο την έμαθα, ή το άλλο το υπέροχο παρατσούκλι, για τον αγγλοτραφή Χαρίλαο Τρικούπη, που τού το είχαν κολλήσει οι αντιπολιτευόμενες εφηερίδες: «Lord Trikoupington»!
Κυρίες και κύριοι, δεν θέλω να πω άλλα, να κάνω κι άλλα σπόιλερς του βιβλίου. Απλώς να συμπληρώσω πως διαβάζοντάς το κατάλαβα για μια ακόμα φορά, και εναργέστατα, πως οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι Έλληνες, δεν αλλάζουν. Η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα, αλλά επαναλαμβάνεται: όταν κατάγγειλαν τον λαϊκιστή πολιτικό Ιωάννη Κωλέττη για διασπάθιση του δημοσίου χρήματος αυτός απάντησε: «και ποιος τα ‘φαγε; Οι ελληνάδες μου!» Αυτή η ρήση, που προανήγγειλε το παγκάλειο «μαζί τα φάγαμε», είναι ένα από τα ποικίλματα, όπως έλεγα στην αρχή, που θα μου μείνουν από το βιβλίο της κυρίας Διβάνη. Και κάτι τελευταίο: μακάρι τα βιβλία της Ιστορίας, διδακτικά και εκλαϊκευμένα, να ήταν τόσο ευανάγνωστα, τόσο εύκρατα, τόσο χορευτικά, όσο το βιβλίο της Λένας. Τότε, θα τα διαβάζαμε, εμείς οι Έλληνες, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι διαβάζουμε τώρα, κι έτσι δεν θα είμασταν καταδικασμένοι να ξαναζούμε την Ιστορία μας.